Καθοριστική σημασία αποτέλεσε το γεγονός ότι η δίωξη σε βάρος τους ασκήθηκε το 2013 και η υπόθεση έφθασε στο ακροατήριο μετά από πλήθος αναβολών για να τελεσιδικίσει χθες, δηλαδή 11 χρόνια αργότερα, σε συνδυασμό βεβαίως με το γεγονός ότι ο νέος Ποινικός Κώδικας στο μεσοδιάστημα άλλαξε (σ.σ. το 2019), με αποτέλεσμα σε δίκες όπως η χθεσινή οι κατηγορούμενοι να τυγχάνουν των ευνοϊκότερων νομοθετικών μεταβολών και του ευμενέστερου δικαίου. Σύμφωνα και με το ιστορικό της υπόθεσης, έπειτα από έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Λάρισας στην Ελασσόνα στις 6/7/2013 παραπέμφθηκαν 38 πολίτες (σ.σ. από 40 αρχικά, καθώς οι δύο εξ αυτών απεβίωσαν στο μεταξύ) κατηγορούμενοι (κατά περίπτωση) για κακουργηματικές πράξεις, μεταξύ των οποίων συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων σωματεμπορίας, ένταξη σε εγκληματική οργάνωση με σκοπό τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων σωματεμπορίας, σωματεμπορία από κοινού κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή συνδεόμενη με την παράνομη είσοδο, παραμονή του παθόντος στη χώρα κατ’ επάγγελμα και με την επιβαρυντική περίσταση της σε βάρος ανηλίκου τέλεσης, απλή συνέργεια σε σωματεμπορία κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή συνδεόμενη με την παράνομη είσοδο, παραμονή του παθόντος στη χώρα και από υπάλληλο ο οποίος κατά την άσκηση υπηρεσίας του ή επωφελούμενος από την ιδιότητά του αυτή συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στην πράξη, κατάχρηση εξουσίας, εκβίαση κατ’ εξακολούθηση τετελεσμένη και σε απόπειρα κατ’ επάγγελμα κ.λπ.
ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΠΑΡ
Εν ολίγοις, σύμφωνα και με το πολυσέλιδο παραπεμπτικό Βούλευμα η υπόθεση που ανέδειξε η έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Λάρισας το 2013 αφορούσε σε «αλλοδαπές γυναίκες, ρωσικής υπηκοότητας, με υποσχέσεις για πιθανή ανεύρεση νόμιμης και αξιοπρεπούς εργασίας στην Ελλάδα». Εις εκ των κατηγορουμένων «μετέφερε αυτές από τη Ρωσία και τις προώθησε στην ελληνική επικράτεια, ενώ στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενος το ευάλωτο της θέσης τους και δη το ότι ήταν οικονομικοί μετανάστες χωρίς εργασία και χρήματα, ευρισκόμενες σε νεαρή ηλικία, μακριά από την πατρίδα τους και την οικογένειά τους και χωρίς να γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, με σκοπό να προβεί ο ίδιος και οι συγκατηγορούμενοί του στη γενετήσια εκμετάλλευσή τους, τις παρέδωσε έναντι άγνωστης αμοιβής» σε άλλους κατηγορούμενους, «οι οποίοι εκμεταλλεύονταν κέντρα νυχτερινής διασκέδασης (μπαρ), δημιουργώντας, έτσι, τις κατάλληλες και πρόσφορες συνθήκες για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού. Συγκεκριμένα», «τις παρέδωσε κατά διαφορετικά και τακτά χρονικά διαστήματα, έναντι αμοιβής» σε ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων (μπαρ) του νομού, αλλά και όμορων νομών που κατονομάζονται στο Βούλευμα. Όπως κατονομάζονται και οι δύο συνταξιούχοι πλέον αστυνομικοί που φέρονται ως εμπλεκόμενοι και τότε υπηρετούσαν σε Αστυνομικό Τμήμα του νομού.
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ - ΘΥΜΑΤΑ ΔΕΝ ΚΑΤΕΘΕΣΑΝ
Στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσαν μάρτυρες, ενώ οι κατηγορούμενοι στις απολογίες τους αρνήθηκαν τις κατηγορίες. Όπως και σε άλλες των περιπτώσεων, έτσι και στη συγκεκριμένη υπόθεση, για ευνόητους λόγους οι γυναίκες - θύματα δεν παρέστησαν στη δίκη, προκειμένου να καταθέσουν. Εκτιμάται πως οι γυναίκες αυτές αν δεν καταφέρουν να διαφύγουν και να επιστρέψουν στη χώρα τους, τότε παραμένουν στην Ελλάδα, όπου εργάζονται σε μπαρ από νομό σε νομό, αλλάζοντας συνεχώς περιοχές και ονόματα.
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευσή του σημείωσε, μεταξύ άλλων, πως η εγκληματική οργάνωση ήταν συμμορία, επειδή η επιδιωκόμενη πράξη ήταν η μαστροπεία και όχι η εμπορία ανθρώπων και κατά τη μετατροπή του αδικήματος σε πλημμέλημα παραγράφεται, διευκρινίζοντας πως η μαστροπεία έχει αποποινικοποιηθεί με τον Ποινικό Κώδικα του 2019 και έτσι απαλλάχθηκαν όσοι παραπέμφθηκαν γι’ αυτό το αδίκημα. Για τα αδικήματα των τότε αστυνομικών διευκρίνισε πως ο ένας εξ αυτών δεν ήταν προανακριτικός υπάλληλος, δεν έκανε κατάχρηση εξουσίας, αλλά παράβαση καθήκοντος, οπότε το αδίκημα παραγράφηκε, ενώ ο δεύτερος αστυνομικός τέλεσε κατάχρηση εξουσίας επειδή ήταν προανακριτικός υπάλληλος, αλλά παρέλειψε να διώξει την πράξη της μαστροπείας που με τον Κώδικα του 2019 ήταν πλημμέλημα, όπως και η κατάχρηση εξουσίας που παραγράφηκε, καθώς ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος ήταν το 2013. Ο εισαγγελέας σημειώνοντας τις μεταβολές των αδικημάτων πρότεινε την απαλλαγή των κατηγορουμένων, πρόταση που έκανε αποδεκτή το Δικαστήριο, καθώς πέραν της αθώωσης κάποιων κατηγορουμένων για εκβίαση για τα επίμαχα αδικήματα έκρινε τη μετατροπή της σωματεμπορίας σε μαστροπεία και ως πλημμέλημα το αδίκημα παραγράφηκε. Έκρινε, επίσης, ότι δε συντρέχει κατάχρηση εξουσίας, αλλά παράλειψη δίωξης και ως πλημμέλημα παύθηκε η δίωξη, όπως έκρινε, τέλος, ότι το αδίκημα ήταν σύσταση συμμορίας και όχι εγκληματικής οργάνωσης, όπως παραπέμφθηκαν, με αποτέλεσμα να παύσει η δίωξη λόγω παραγραφής και οι κατηγορούμενοι να απαλλάσσονται τελικά των κατηγοριών.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ