Από τη μέχρι τώρα έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Λάρισας, μετά και τις καταγγελίες καταναλωτών προέκυψε ότι – σύμφωνα με πληροφορίες της «Ε» - σε βάρος του Λαρισαίου καταστηματάρχη έχουν υποβληθεί 791 εγκλήσεις εκ των οποίων 580 παθόντες - πελάτες ζητούν την ποινική δίωξη του καταστηματάρχη έχοντας υποστεί οικονομική ζημία η οποία συνολικά ξεπερνά τις 310.000 ευρώ.
Όταν επίσης, είναι γνωστό πως στον Συνήγορο του Πολίτη και σε βάρος της Λαρισαϊκής εταιρείας έχουν υποβληθεί 1.141 αναφορές καταναλωτών από όλη τη χώρα, πελάτες οι οποίοι διαμαρτύρονταν γιατί δεν παρέλαβαν τα «προπληρωμένα είδη σημαντικής αξίας».
ΥΠΟΣΧΟΜΕΝΗ «ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ»
Όπως μεταξύ άλλων σημειώνεται στην έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη η μεθοδολογία που ακολουθούσε η εταιρεία της Λάρισας «συνίστατο στη δημόσια (μέσω διαδικτύου) πρόσκληση για αγορά προϊόντων (κινητά τηλέφωνα, φορητούς υπολογιστές κλπ) σε τιμή η οποία παρουσιαζόταν ως προνομιακή και η οποία κατά κανόνα προεισπραττόταν χωρίς στη συνέχεια η εταιρεία να ανταποκρίνεται στις κύριες υποχρεώσεις της και ιδίως στην παράδοση στους καταναλωτές των παραγγελθέντων προϊόντων».
Η Ανεξάρτητη Αρχή περιγράφει στις διωκτικές αρχές τη μεθοδολογία με την οποία, ομόρρυθμη εταιρεία της Λάρισας που εμπορευόταν ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά είδη όπως και αγαθά τεχνολογίας μέσω του διαδικτύου και υποσχόμενη «μεγάλες ευκαιρίες» φέρεται να προεισέπραξε χρήματα και να μην εκτέλεσε τελικά τις παραγγελίες για αγορές προϊόντων. Η έκθεση της Ανεξάρτητης Αρχής είχε προκαλέσει την παρέμβαση του διευθύνοντα την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Λάρισας ο οποίος μέσω προκαταρκτικής έρευνας ζήτησε από τον Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Λάρισας τη συσχέτιση των καταγγελιών από όλη τη χώρα, ενώ στη συνέχεια έγινε γνωστό πως μετά την επιβολή διοικητικού προστίμου από το Υπουργείο Ανάπτυξης και τη διακοπή λειτουργίας της ιστοσελίδας, η Λαρισαϊκή εταιρεία συνέχισε τις πωλήσεις μέσω νέας ιστοσελίδας, έχοντας στο μεταξύ αλλάξει επωνυμία.
Η δημοσιοποίηση της υπόθεσης είχε ως αποτέλεσμα καταναλωτές να προσφύγουν στον Συνήγορο ο οποίος δημοσιοποίησε τις έγγραφες συστάσεις προς την εταιρεία, ενώ εντείνονταν οι διαμαρτυρίες των πελατών για τη στάση της εταιρείας ενώ το φυσικό κατάστημα παρέμεινε κλειστό για κάποιες ημέρες.
Διευκρινίζεται πως για την ολοκλήρωση της παραγγελίας προϋπόθεση ήταν η εξόφληση του τιμήματος, αλλά στη συνέχεια όπως προκύπτει από τις καταγγελίες καταναλωτών η εταιρεία δεν παρέδωσε το προϊόν σε πλήθος των περιπτώσεων.
Με την παρέλευση της προθεσμίας παράδοσης του προϊόντος, οι καταναλωτές αντιδρώντας στην καθυστέρηση υπαναχώρησαν του αιτήματος αγοράς και ζητούσαν έτσι την επιστροφή των χρημάτων της παραγγελίας, με την εταιρεία να μην τα επιστρέφει, ενώ στις οχλήσεις των καταναλωτών αιτιολογούσε την καθυστέρηση παράδοσης με διάφορες προφάσεις.
Να σημειωθεί πως από την έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Λάρισας προκύπτει ότι υπήρξαν και καταναλωτές οι οποίοι δήλωσαν πως παρέλαβαν τελικά το προϊόν που παρήγγειλαν και άλλοι πως αποζημιώθηκαν από τη Λαρισαϊκή εταιρεία.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ