Έχουν περάσει 128 χρόνια από την τέλεση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα και στην Αγιά ο 84χρονος μανιώδης φιλοτελιστής Δημήτρης Κούρναβος μάς αποκαλύπτει την ύπαρξη στη συλλογή του ενός σπάνιου εκ των γραμματοσήμων που για την πραγματοποίηση εκείνων των αγώνων το ελληνικό κράτος τύπωσε το έτος διεξαγωγής τους, δηλαδή το 1896.
Η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη και η μόνη χώρα μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αμβέρσας του 1920, που εξέδωσε ολυμπιακά γραμματόσημα το 1896 και το 1906. Οι συλλογές – μελέτες των κλασικών αυτών γραμματοσήμων (δοκίμια, λάθη εκτύπωσης – διάτρησης, σφραγίδες, επισημάνσεις, φάκελοι, παραχαράξεις, κ.λπ.), κατέχουν περίοπτη θέση στον Ολυμπιακό Φιλοτελισμό.
Το γραμματόσημο που κατέχει ο κ. Κούρναβος έχει, μάλιστα, τη σφραγίδα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου Αγιάς.
Το πώς βρέθηκε στα χέρια του και πώς από απερισκεψία του έχασε μέσα από τα χέρια του ολόκληρη τη σειρά που είχε τυπωθεί τότε, μας εξηγεί ο ίδιος, αφού πρώτα δούμε την ιστορία αυτής της έκδοσης.
Σύμφωνα με τον μελετητή Γεώργιο Δολιανίτη, η Κυβέρνηση της Ελλάδος το 1895, με πρωθυπουργό τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, αποφάσισε την έκδοση αναμνηστικού γραμματοσήμου με σκοπό την εξεύρεση οικονομικών πόρων για τη διοργάνωση των Αγώνων και τη διεθνή προβολή τους. Για τον λόγο αυτόν έφερε προς συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων, στη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 1895, σχέδιο νόμου «περί εκτυπώσεως αναμνηστικών γραμματοσήμων». Κύριος ομιλητής και ένθερμος υποστηρικτής της έκδοσης αναμνηστικών γραμματοσήμων ήταν ο βουλευτής Επιδαύρου Λιμηράς και πρώην υπουργός Παιδείας Κωνσταντίνος Ν. Παπαμιχαλόπουλος. Στη συζήτηση παρενέβησαν ο τότε πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ο υπουργός Εσωτερικών Κυρ. Μαυρομιχάλης και ο βουλευτής Κων. Καραπάνος. Ο Παπαμιχαλόπουλος στην ενδιαφέρουσα ομιλία του, μεταξύ άλλων, ενημέρωσε τη Βουλή ότι οι φιλοτελιστές αδελφοί Δημήτριος και Ιωάννης Σακόρραφος, ιδρυτές του «Συλλόγου των Γραμματοσημοφίλων Αθηνών», υποκίνησαν πρώτοι το θέμα για την αναγκαιότητα έκδοσης αναμνηστικών γραμματοσήμων, τόσο με αναφορά τους προς τον διάδοχο Κωνσταντίνο, πρόεδρο της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων, όσο και με ανακοινώσεις στον Τύπο.
Η συζήτηση είχε ως αποτέλεσμα το σχέδιο νόμου να γίνει νόμος του κράτους και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 5 αυτού του νόμου, του ΒΤΜΣΤ’, συνήφθη δάνειο 200.000 δραχμών, μεταξύ της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας και της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων, «υπό την εγγύησιν» του Ελληνικού Δημοσίου. Το δάνειο υπεγράφη από τους Θεόδωρο Δηλιγιάννη, πρωθυπουργό και υπουργό των Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, Στέφανο Στρέιτ, υποδιοικητή της Εθνικής Τράπεζας, ως εκπρόσωπο της Εθνικής Τράπεζας, Αλέξανδρο Δ. Σούτσο, ταγματάρχη του Ιππικού, μέλος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων, και τον Παύλο Γ. Σκουζέ, τραπεζίτη, ταμία της Ε.Ο.Α., ως εκπροσώπους της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων.
Βάσει του συμβολαίου αυτού, η μεν Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων ήτο δυνατό να εισπράξει από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος αμέσως, κατά την κρίση της, ολόκληρο ή σε δόσεις, το ποσό των 200.000 δραχμών, το δε Ελληνικό Δημόσιο ήτο υποχρεωμένο εντός εξαμήνου να εξοφλήσει το δάνειο, καταβάλλοντος στην Εθνική Τράπεζα το ως άνω ποσό, με ετήσιο τόκο 6,5%, εκ του, υπέρ του Ταμείου των Ολυμπιακών Αγώνων, ποσοστού επί των εισπράξεων της πωλήσεως των ολυμπιακών γραμματοσήμων. Το δάνειο αυτό αποδεικνύει το ενδιαφέρον της τότε οικονομικά αιμορραγούσης Ελληνικής Κυβερνήσεως για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Το ποσό των 200.000 δραχμών ήταν σημαντικό σε σχέση με τα οικονομικά δεδομένα της εποχής. Η τιμή της εφημερίδας ήταν τότε 5 λεπτά, το ταχυδρομικό τέλος εσωτερικού 5 λεπτά, εξωτερικού 25 λεπτά και ο μέσος μηνιαίος μισθός ενός υπάλληλου 120 δραχμές. Σοβαρό συγκριτικό στοιχείο είναι και ο αρχικός προϋπολογισμός των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο βαρόνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν, κατά τις συζητήσεις, που είχε στην Αθήνα με τον κορυφαίο Έλληνα πολιτικό Χαρίλαο Τρικούπη, ανεβίβαζε το κόστος των Αγώνων στο ποσό των 250.000 - 300.000 δραχμών (Πρακτικά Συζητήσεων της Βουλής, της 17ης Νοεμβρίου 1894). Διπλάσιο κόστος, 600.000 δραχμές, ήταν η εκτίμηση της Επιτροπής ειδικών προς τους οποίους απευθύνθηκαν οι αντιπρόεδροι της προσωρινής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων, που συνεστήθη στις 12 Νοεμβρίου 1894, στο Ζάππειο Μέγαρο. Το ανέφικτο της εξεύρεσης των χρημάτων αυτών είχε ως αποτέλεσμα να υποβάλουν οι αντιπρόεδροι την παραίτησή τους στον τότε επίτιμο και μετέπειτα πρόεδρο της Ε.Ο.Α., διάδοχο Κωνσταντίνο. Το τελικό κόστος των Αγώνων υπήρξε τεράστιο και καλύφθηκε από τις εισφορές του όπου γης Ελληνισμού (είχαν απαγορευθεί οι εισφορές από αλλοδαπούς), από τον ανακαινιστή του Παναθηναϊκού Σταδίου Γεώργιο Αβέρωφ, ο οποίος δαπάνησε συνολικά 2.000.000 δραχμές και από την πώληση των ολυμπιακών γραμματοσήμων (περίπου 400.000 δραχμές).
Το γραμματόσημο της Αγιάς
Όπως μας εξήγησε ο κ. Κούρναβος, μετά την απελευθέρωση της Αγιάς από τους Οθωμανούς την 1η Σεπτεμβρίου 1881, το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ φρόντισε να τοποθετήσει, προς εξυπηρέτηση των κατοίκων της επαρχίας, υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και αυτήν του ταχυδρομείου. Στο πλαίσιο αυτό, η Αγιά (Αγυιά τότε) έλαβε την 1η/11/1881 την ταχυδρομική σφραγίδα υπ’ αριθμ. 181. Μάλιστα, ο κ. Κούρναβος έχει στην κατοχή του γραμματόσημα με χρονολογία 15 Φεβρουαρίου 1884 και 25 Αυγούστου 1894, σφραγισμένα δε με σφραγίδα που φέρει τον αριθμό 181.
Το έτος, λοιπόν, 1949, ο Τάκης Κούρναβος πιάνει ως νέος δουλειά στο βιβλιοχαρτοπωλείο Δημητρίου Μιχόπουλου στην Αγιά, το οποίο ήταν και πρακτορείο εφημερίδων. Κάθε μέρα το αφεντικό του τον έστελνε να πάει μία εφημερίδα στον βουλευτή Ηρακλείδη, μία στον Αρκιτσέο, δασάρχη της Αγιάς, μία στο τοπικό Αστυνομικό Τμήμα και μία στην Κοινότητα. Αυτός, όμως, έδινε μία εξ αυτών να τη διαβάσει, έως ότου διανείμει τις άλλες, στον Μιλτιάδη Δανιήλ, τότε προϊστάμενο των τριών ΤΤΤ, του υποκαταστήματος δηλαδή στην Αγιά της Υπηρεσίας Τηλεφωνείο – Ταχυδρομείο – Τηλεγραφείο, με «αντίτιμο», δώρο προς αυτόν, γιατί από μικρός είχε το μικρόβιο του φιλοτελιστή, γραμματοσήμων παλιά ή της εποχής εκείνης.
«Μια μέρα», μας εξιστορεί ο κ. Κούρναβος, «πήγα να δώσω την εφημερίδα στον Ηρακλείδη και μου λέει «Δημητράκη, εκτός από τα «Θεσσαλικά Νέα» (που είχαν αριστερό χαρακτήρα), άφησε και μια «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» (δημοκρατική) και έναν «Ημερήσιο Κήρυκα» (που ήταν της δεξιάς). Και όταν γυρίσεις, πάρ’ τες». Σε αυτήν την κουβέντα παρενέβη η γυναίκα που πρόσεχε – φρόντιζε τον Ηρακλείδη, η κ. Βασιλική, η οποία, έχοντας διαπιστώσει κάποια στιγμή τα πάρε δώσε μου με τον Μιλτιάδη Δανιήλ (εφημερίδες – γραμματόσημα), μου λέει «Δημήτρη, εδώ σε μια ντουλάπα έχω αυτά τα χάρτινα σκουπίδια»».
«Τι ήταν αυτά τα χάρτινα σκουπίδια;» μας λέει ο κ. Κούρναβος. «Αυτά τα σκουπίδια, αγαπητέ μου, ήταν γραμματόσημα, αλλά εγώ θες από ντροπή, θες από απερισκεψία, δεν τα πήρα. Πεθαίνει κατόπιν ο Ηρακλείδης και αργότερα, το 1973, γίνεται δημοπράτηση των αρχείων του Ηρακλείδειου Αχίλλειου Γηροκομείου Αγιάς και μέσα στη δημοπράτηση ήταν και τα σκουπίδια – γραμματόσημα, σύνολο 6.000 τεμάχια των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, αυτών της Αθήνας το 1896!!! Δημοπρατήθηκαν στην πλατεία, στο καφενείο Ηλία Γκαρανέ. Τρεις Φιλοτελικοί Οίκοι παρόντες. Δύο αθηναϊκοί, Πυλαρινός και Βλαστός, ένας Θεσσαλονίκης, Καραμήτσος. Η δημοπράτηση έφτασε τα 5.000.000 εκατομμύρια δραχμές και κατακυρώθηκαν στον μεγάλο Φιλοτελικό Οίκο Βλαστού. Όλες οι πλάκες γραμματοσήμων ήταν της πρώτης Ολυμπιάδας. Πήγα κι εγώ να δω τη δημοπράτηση ως φιλοτελιστής, αλλά οι υπεύθυνοι με διώξανε, δεν ξέρω για ποιον λόγο. Υπεύθυνοι στην Επιτροπή από πλευράς Ηρακλείδειου Γηροκομείου ήταν ο διευθυντής του υποκαταστήματος της ΕΤΕ στην Αγιά επ’ ονόματι Τσεκερόπουλος, ο αείμνηστος π. Νικόλαος Σοφολόγης, ιερέας της ενορίας των Αγίων Αντωνίων, ο έφορος της Αγιάς, το όνομα του οποίου δε θυμάμαι, ο Αγιώτης κ. Σωτήρης Νιβολιανίτης και ένα ακόμα μέλος, πρέπει να ήταν υπάλληλος του Ταμείου της Αγιάς. Στο τέλος της διαδικασίας είπα στον εαυτό μου «Τι λάθος έκανες Τάκη! Όταν η κ. Βασιλική σού είπε πάρε τα χάρτινα σκουπίδια, έκανες το μεγαλύτερο λάθος της ζωής σου... Τελικά κατάφερα να αποκτήσω το γραμματόσημο, που σήμερα έχω στη συλλογή μου, με σφραγίδα, μάλιστα, του έτους έκδοσής του (1896) αυθεντική από το τότε Ταχυδρομείο Αγιάς, δημοπράτηση που συμμετείχα μετέπειτα στην Αθήνα».
25η Μαρτίου 1896, η πρώτη μέρα κυκλοφορίας των ολυμπιακών γραμματοσήμων
Η φιλοτελική σπανιότητα αυτών των γραμματοσήμων
Η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, όπως μας πληροφορεί ο μελετητής Γεώργιος Δολιανίτης, επέλεξε ως ημέρα έναρξης των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων την 25η Μαρτίου 1896, ημέρα ιδιαίτερου συμβολισμού για τους Έλληνες, για να προσδώσει την πλέον δυνατή επισημότητα και λαμπρότητα στον κορυφαίο θεσμό, του οποίου η αναβίωση υπήρξε διαχρονικό όραμα και επιδίωξη των Ελλήνων. Την ίδια ημέρα επέλεξε και η ελληνική κυβέρνηση ως ημέρα κυκλοφορίας των ολυμπιακών γραμματοσήμων. Αξίζει να τονιστεί η φιλοτελική σπανιότητα της πρώτης ημέρας κυκλοφορίας. Μία από τις πιο σπάνιες και περιζήτητες από τους φιλοτελιστές ταχυδρομικές σφραγίδες είναι της 25ης Μαρτίου 1896. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι το γραμματόσημο που έχει στην κατοχή του ο κ. Κούρναβος είναι του έτους 1896, με ημερομηνία 21η του μηνός (δε διακρίνεται καλά) μάλλον Μαΐου.
Απεικονίσεις των αναμνηστικών γραμματοσήμων
Τα αναμνηστικά γραμματόσημα έφεραν παραστάσεις εμπνευσμένες από την ελληνική αρχαιότητα. Το δύσκολο έργο της επιλογής -από την πλούσια και μοναδική εθνική κληρονομιά- διενήργησε Επιτροπή, στην οποία καθοριστικό ρόλο είχε ο τότε διευθυντής του Νομισματικού Μουσείου και μετέπειτα καθηγητής της Νομισματολογίας Ιωάννης Σβορώνος. Ο ίδιος ρόλος του ανετέθη 10 χρόνια αργότερα, για τα γραμματόσημα του 1906. Τη μεταφορά στο χαρτί των παραστάσεων, που επελέγησαν, τα σχέδια, δηλαδή, των γραμματοσήμων, επιμελήθηκε ο Γάλλος καλλιτέχνης G. Guilleron, που διέμενε τότε στην Αθήνα. Επελέγησαν οχτώ παραστάσεις για 12 γραμματόσημα.
Αμφορεύς των Αθήνηθεν Αθλων
(των 20 και 40 λεπτών)
Το γραμματόσημο του κ. Κούρναβου φέρει ως κεντρική παράσταση τον Αμφορέα των Αθήνηθεν Άθλων και το αντίτιμό του ήταν 20 λεπτά, ενώ είχε εκδοθεί και των 40 λεπτών. Η παράσταση αυτή είναι από αμφορέα, που βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο και ανήκει στα παναθηναϊκά αγγεία. Οι παναθηναϊκοί αμφορείς περιείχαν ιερό έλαιο, δηλαδή λάδι από τις ελιές της Αθηνάς και δίδονταν ως δώρο στους νικητές των αγώνων, που γινόταν κατά τη διάρκεια των μεγάλων Παναθηναίων. Οι αμφορείς αυτοί στη μία τους όψη παρουσίαζαν την προστάτιδα θεά πάνοπλη, μεταξύ κιόνων Δωρικού ρυθμού, με αλέκτορα στην κορυφή τους και την επιγραφή των Αθήνηθεν Άθλων, παράλληλα προς τον έναν από τους κίονες, και στην άλλη όψη παρουσίαζαν το αγώνισμα στο οποίο νίκησε ο αθλητής.