Η απώλειά του μεγάλη, καθώς υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της Θεσσαλίας.
Στη σύντομη θητεία του στη Θεσσαλία ως επιμελητής αρχαιοτήτων με έδρα τον Βόλο (1969-1973) πραγματοποίησε εκτεταμένες περιοδείες για καταγραφές μνημείων, ανασκαφικές έρευνες και σωστικές στερεωτικές εργασίες, που έβαλαν τις βάσεις για τις μετέπειτα μελέτες.
Εντυπωσιάστηκε από το πλήθος των βυζαντινών μνημείων, σε μια περιφέρεια στην οποία μόνο τα Μετέωρα, η Πόρτα Παναγιά, καθώς και οι Μονές Ολυμπιώτισσας και Στομίου ήταν ευρύτερα γνωστές. Ιδιαίτερα στην περιοχή Αγιάς, κατέγραψε με οξυδέρκεια τους ναούς στον Αετόλοφο, το Βαθύρεμα, το Μεγαλόβρυσο και την Αγιά, ενώ το πλήθος των ερειπίων του Κισσάβου τον οδήγησε να τοποθετήσει εκεί το γνωστό από τις βυζαντινές πηγές «Όρος των Κελλίων», άποψη που αργότερα καθιερώθηκε. Τα παραπάνω και πολλά άλλα αποτύπωσε στη διδακτορική διατριβή του με θέμα «Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας» (1979), που απετέλεσε σταθμό στις σχετικές βυζαντινές εκδόσεις, καθώς έβαλε τη Θεσσαλία στον βυζαντινό χάρτη της Ελλάδας.
Με μεγάλη συνέπεια εργάστηκε αργότερα στην Εφορεία Χαλκιδικής και Αγίου Όρους (1973-1984) θέτοντας τις βάσεις για την οργάνωσή της, με λεπτομερείς καταγραφές μνημείων και ανασκαφές, ενώ από το 1984 έως το 2003 υπηρέτησε την έρευνα ως καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
«Ιδιαίτερα η Θεσσαλία τού οφείλει πολλά, καθώς την έβγαλε από την ανωνυμία και απετέλεσε έμπνευση για πληθώρα νέων ερευνητών, αλλά κυρίως για τους αρχαιολόγους της αρχαιολογικής υπηρεσίας, που καλούνται συχνά να διασώσουν μνημεία κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες» αναφέρει στη σχετική ανακοίνωσή της η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λάρισας.