Μια πρώτη αποτίμηση», στο «Χατζηγιάννειο» Πνευματικό Κέντρο της Λάρισας. Επιστήμονες διαφορετικών πεδίων και εκπρόσωποι αγροτικών και κτηνοτροφικών κλάδων, παρουσία εκπροσώπων της αυτοδιοίκησης, ανέπτυξαν μια σειρά ζητημάτων που αναδεικνύονται καθημερινά μετά τη μεγάλη καταστροφή των πλημμυρών.
«Η συμβολή της Πολιτείας είναι καθοριστικής σημασίας, σε όλα όσα συζητάμε» σημείωσε ο γενικός διευθυντής «ΕΝΑ» κ. Παναγιώτης Σκευοφύλαξ, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής του, προσθέτοντας πως «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε την Ελλάδα στο δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί δεν επικαιροποιήθηκαν έγκαιρα οι χάρτες πλημμυρικού κινδύνου».
Για το μετεωρολογικό φαινόμενο μίλησε ο κ. Κώστας Λαγουβάρδος, μετεωρολόγος διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών – επιστημονικός συνεργάτης «ΕΝΑ». Συγκεκριμένα, περιέγραψε τα αίτια που προκάλεσαν τις επίμονες και ακραίες βροχοπτώσεις, κατέθεσε προτάσεις για ενίσχυση δικτύων, ανάπτυξης συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης σε περιφερειακό επίπεδο, χρήσης καινοτόμων προγνωστικών προϊόντων και ανάδειξε την ανάγκη εκπαίδευσης και συνεργασίας επιστημονικών και επιχειρησιακών φορέων.
Εν συνεχεία, μιλώντας για τις επιπτώσεις στη φυτική παραγωγή ο κ. Δημήτρης Σταυρίδης, αναπληρωτής διευθυντής Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας Π.Ε. Λάρισας, είπε πως «οι ζημιές που προκλήθηκαν είναι περίπου 250 εκατ. ευρώ και χωρίζονται σε κατηγορίες, ενώ υπάρχουν και καταστροφές πάγιου εξοπλισμού».
Από την πλευρά της, η κ. Παναγιώτα Βραντζά αναφέρθηκε στις μεγάλες επιπτώσεις στη ζωική παραγωγή, ενώ για τις υποδομές της γεωργίας μίλησε ο κ. Νικόλαος Δέρκας, γεωπόνος, πολιτικός μηχανικός, καθηγητής Γεωργικής Υδραυλικής ΓΠΑ, δείχνοντας το μέγεθος του φαινομένου με εικόνες και κάνοντας συγκρίσεις με παλαιότερες πλημμύρες.
Ο κ. Χρίστος Τσαντήλας, γεωπόνος δρ. Εδαφολογίας, πρ. διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ» – επιστημονικός συνεργάτης «ΕΝΑ», αναφέρθηκε εκτενώς στις επιπτώσεις στα εδάφη της Θεσσαλίας, σημειώνοντας πως η επόμενη μέρα για τα εδάφη της Θεσσαλίας είναι τελείως διαφορετική, χαρακτηρίζοντάς την «πολύ χειρότερη».
Για το τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει στην κατεύθυνση ειδικά της αποκατάστασης των εδαφών και της δημιουργίας των προϋποθέσεων να ξανακαλλιεργηθούν ανέφερε πως τα μέτρα πρέπει να διακριθούν, όπως και οι επιπτώσεις σε δύο περιοχές, τις επικλινείς και τις επίπεδες. Επίσης, πρέπει διαχωριστούν σε άμεσα και μεσομακροπρόθεσμα. Στα άμεσα συμπεριέλαβε την αποστράγγιση των πλημμυρισμένων εκτάσεων, την αποκατάσταση αγροτικής οδοποιίας και την απογραφή των καταστροφών. Στα μεσομακροπρόθεσμα μέτρα έκανε λόγο για δημιουργία νέου επικαιροποιημένου εδαφολογικού χάρτη, οριοθέτηση και αξιολόγηση της γεωργικής γης, δημιουργία αγροκλιματικών ζωνών και αναδιάρθρωση καλλιεργειών και σχεδιασμός της γεωργικής παραγωγής με βάση τα νέα κλιματικά δεδομένα στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ και των αποφάσεων του ΟΗΕ για τους 17 στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ο κ. Αλέξανδρος Μπέλεσης, γεωλόγος-πολιτικός μηχανικός, μελετητής, ανέφερε πως «η κακοκαιρία «Daniel» ήταν καταστροφική όχι μόνο λόγω της κλιματικής κρίσης, αλλά και λόγω της μορφολογίας της Θεσσαλίας και των υφιστάμενων υποδομών», σημειώνοντας ότι «πρέπει να εξετάσουμε τους δρόμους του νερού, διότι το νερό έχει μνήμη και με αυτήν την παρατήρηση των αστοχιών να σχεδιάσουμε τα νέα αντιπλημμυρικά έργα».
Από την πλευρά του, ο κ. Λόης Λαμπριανίδης, οικονομικός γεωγράφος, καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πρ. γενικός γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων, υπ. Οικονομίας και Ανάπτυξης – μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου «ΕΝΑ», υπογράμμισε ότι «η καταστροφή δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί πλήρως, αλλά μπορούσε να μετριαστεί. Δεν συνέβη, γιατί υπήρξαν ολιγωρίες από κυβερνητικής και αυτοδιοικητικής πλευράς και γιατί είναι απόρροια διαχρονικών προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας που εξελίσσονται για δεκαετίες και έχουν δημιουργήσει συνειδήσεις, στερεότυπα, αντιδράσεις και προσδοκίες που πρέπει να αλλάξουν».
Προέβλεψε ότι οι πλημμύρες θα έχουν συνέπειες σε εθνικό επίπεδο, όπως πληθωρισμό, έλλειψη τροφίμων και αύξηση κόστους τους, αύξηση ελλείμματος ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών, αύξηση κόκκινων δανείων αγροτών και επιχειρήσεων, απορρόφηση σημαντικών κονδυλίων.
Σήμερα, υπάρχει η αίσθηση του «κατεπείγοντος» που απαιτεί δράσεις σε δύο επίπεδα: Χρειάζονται άμεσα μέτρα για να αρχίσει να ομαλοποιείται η ζωή στην περιοχή και μεσο-μακροπρόθεσμα που θα αποτρέψουν την εγκατάλειψη της παραγωγής, πώληση γεωργικής γης, μετανάστευση και κυρίως να σχεδιαστεί μια δυναμική ανάπτυξη της περιοχής.
Η διεθνής εμπειρία από τις φυσικές καταστροφές δείχνει πως κάθε φυσική καταστροφή είναι μοναδική και για αυτό δεν μπορεί να υπάρξει ένα σχέδιο «καλής πρακτικής» για την οικονομική ανοικοδόμηση και ανάκαμψη. Οι στρατηγικές ανασυγκρότησης θα πρέπει να εξισορροπούν μεταξύ ταχύτητας και ουσιαστικών ελέγχων, άμεσων μέτρων ανοικοδόμησης και μακροχρόνιου σχεδιασμού. Η καταστροφή μπορεί να αποτελέσει «ευκαιρία» για να «χτιστεί η περιοχή ξανά και καλύτερα» και για να επιτύχει ένα «αναπτυξιακό άλμα».
Παρεμβάσεις έκαναν οι κ. Αργύρης Μπαϊρακτάρης, πρόεδρος Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Τυρνάβου, Αχιλλέας Γεροτόλιος, αγρότης από Σωτήριο, Πέτρος Σαρούδης, μελισσοκόμος, πρόεδρος Μελισσοκομικού Συλλόγου, Ζήσης Αργυρόπουλος, χημικός – περιβαλλοντολόγος και Νίκος Δαλέζιος, αγρομετεωρολόγος, πρ. καθηγητής Π.Θ.
Την εκδήλωση, που συντόνισε επιτυχώς η κ. Ελένη Αναστασοπούλου, συγγραφέας, πρ. περ. διευθύντρια Εκπαίδευσης Θεσσαλίας, παρακολούθησαν, μεταξύ άλλων, ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Βασ. Κόκκαλης, ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας κ. Κώστας Αγοραστός και ο δήμαρχος Λαρισαίων κ. Απόστολος Καλογιάννης.