«Από πολλές εκτάσεις έχουν χαθεί, ανεπιστρεπτί, μεγάλες ποσότητες παραγωγικού εδάφους, μειώνοντας την παραγωγικότητά τους αναλόγως του βαθμού και της ποσότητας που παρέσυραν, από όπου πέρασαν, τα νερά», δηλώνει στην «Ε» ο γεωπόνος Υπ. Διδάκτωρ του Freie Universitat Berlin Γιάννης Χατζόπουλος.
Οι καταστροφικές πλημμύρες, εκτός του ότι προκάλεσαν μεγάλο πλήγμα στις καλλιέργειες, προβλέπεται να στοιχίσουν και στην παραγωγικότητα των εδαφών, δημιουργώντας ένα εφιαλτικό σενάριο για το μέλλον του κάμπου.
Ο κ. Χατζόπουλος εξηγεί ποια είναι η κατάσταση σήμερα στα πλημμυρισμένα εδάφη, ποια θα είναι η γονιμότητά τους και προτείνει λύσεις που θα βοηθήσουν στην επαναφορά τους.
Σύμφωνα με τον κ. Χατζόπουλο: «Τα φερτά υλικά είναι το χώμα ενός εδάφους, το οποίο μεταφέρεται με το νερό (κυρίως) από τον τόπο όπου σχηματίστηκε, μέσω της αποσάθρωσης των μητρικών πετρωμάτων, σε άλλους ενδιάμεσους τόπους, με τελικό προορισμό κάποτε να φτάσει στη θάλασσα και αυτή η διαδικασία μεταφοράς ονομάζεται διάβρωση των εδαφών.
Με δεδομένη την πολύ αργή διαδικασία δημιουργίας του εδάφους, οποιαδήποτε απώλεια εδάφους με ρυθμό μεγαλύτερο από 100 κιλά ανά στρέμμα τον χρόνο, θεωρείται μη αναστρέψιμη για ένα διάστημα 50‐100 ετών. Η διάβρωση των εδαφών είναι παγκοσμίως ένα από τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά ζητήματα και προκαλεί αλυσιδωτά οικολογικά και κοινωνικοοικονομικά προβλήματα.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα τελευταία περίπου 70 χρόνια εξαιτίας της διάβρωσης σχεδόν το 50% των εκτάσεων έχουν μετατραπεί σε μη παραγωγικές εκτάσεις με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος αυτών να εγκαταλειφθεί.
Τα ελληνικά εδάφη είναι από τα πιο ευαίσθητα στη διάβρωση εδάφη στον κόσμο, επειδή περιέχουν οργανική ουσία σε χαμηλό ποσοστό, προέρχονται από εύθρυπτα μητρικά πετρώματα (ψαθυρά), το ανάγλυφο του ορεινού όγκου παρουσιάζει πυκνές και μεγάλες κλίσεις και της ξηρότητας του κλίματος σε συνδυασμό με τις ραγδαίες και καταρρακτώδεις βροχές.
Φυσικά μεγάλο ρόλο παίζουν οι ανθρωπογενείς επιδράσεις, όπως οι φωτιές, οι αποψιλώσεις, οι μονοκαλλιέργειες, οι χρήσεις γης και ότι συντελεί στην απογύμνωση των εδαφών.
Έτσι, λοιπόν, παρατηρώντας τις τεράστιες ποσότητες εδάφους που έρεαν στην πλημμύρα του θεσσαλικού κάμπου, συμπεραίνουμε ότι από πολλές εκτάσεις έχουν χαθεί, ανεπιστρεπτί, μεγάλες ποσότητες παραγωγικού εδάφους, μειώνοντας την παραγωγικότητά τους αναλόγως του βαθμού και της ποσότητας που παρέσυραν, από όπου πέρασαν, τα νερά.
Από την άλλη πλευρά, στο ταξίδι τους, όλα αυτά τα υλικά κάπου εναποτίθενται.
Η υφή ή μηχανική σύσταση του εδάφους, προσδιορίζεται από το μέγεθος και τη διάμετρο των κόκκων του εδάφους, οι οποίοι διαχωρίζονται σε άμμο, ιλύ, και άργιλο, ενώ επίσης περιέχει μία αφθονία από ρίζες, υπολείμματα φυτών, καθώς και ζωικούς οργανισμούς, ζωντανούς και νεκρούς.
Τα τεμαχίδια της άμμου είναι αισθητά με την αφή και διακρίνονται εύκολα με γυμνό μάτι. Η ιλύς έχει εμφάνιση και υφή αλεύρου και τα τεμαχίδιά της μόλις που διακρίνονται με γυμνό μάτι. Τα μεμονωμένα τεμαχίδια της αργίλου, δεν διακρίνονται με γυμνό μάτι και συναντώνται σε μεγάλο ποσοστό σε τόσο μικρό μέγεθος, που δεν διακρίνονται ούτε με το μικροσκόπιο.
Κατά το πλημμυρικό φαινόμενο οι μεγαλύτεροι κόκκοι της άμμου εναποτίθενται πιο κοντά στις κοίτες των ρεμάτων και των ποταμών, της ιλύος σε μεγαλύτερη απόσταση ενώ αυτοί της αργίλου μακρύτερα, σε όλο το πλημμυρικό πεδίο.
Όσο µεγαλύτερο είναι το ποσοστό της αργίλου τόσο µεγαλύτερος ο αριθµός των τεµαχιδίων του εδάφους ανά µονάδα µάζας, άρα τόσο µεγαλύτερες οι εκτεθειμένες επιφάνειες του εδάφους και µεγαλύτερη η γονιµότητα του εδάφους, δηλαδή η ικανότητα του εδάφους να παρέχει θρεπτικά στοιχεία απαραίτητα για τη θρέψη και ανάπτυξη των φυτών. Αυτό συμβαίνει επειδή η άργιλος συγκρατεί πολύ νερό αλλά και θρεπτικά στοιχεία, στο εδαφικό διάλυµα, από το οποίο, με το ρεύµα της διαπνοής, οι ρίζες απορροφούν νερό, και µαζί µε αυτό ό,τι είναι διαλυµένο µέσα σε αυτό, είτε είναι θρεπτικό για τα φυτά, είτε όχι.
Όταν όμως, η άργιλος υπερβεί ένα όριο, τότε το έδαφος αυτό υποφέρει, επειδή δεν υπάρχουν πολλοί µεγάλοι πόροι, άρα είναι κακός ο αερισµός και η κίνηση του νερού και άρα η γονιµότητα μειώνεται.
Τα αργιλώδη εδάφη καλλιεργούνται πολύ δύσκολα, επειδή ακόμα και οι μέτριες μεταβολές της περιεκτικότητας τους σε υγρασία μπορεί να τα μετατρέψουν από πολύ κολλώδη και λασπώδη σε πολύ σκληρά. Τα εδάφη τα οποία περιέχουν μείγματα αργίλου, ιλύος και άμμου σε ίσες αναλογίες θεωρούνται τα ιδανικότερα για την ανάπτυξη των φυτών.
Έτσι, λοιπόν, στις τεράστιες εκτάσεις της πρόσφατης πλημμύρας στην Θεσσαλική πεδιάδα έχουμε σημαντικές εναποθέσεις από άργιλο σε συνδυασμό με ιλύ (και σε μικρές εκτάσεις από άμμο). Αυτές επηρεάζουν αρνητικά την μηχανική σύσταση των νέων εδαφών κάνοντάς τα πιο αργιλώδη, αναλόγως βέβαια και της μηχανικής σύστασης που είχαν, π.χ εάν ένα έδαφος ήταν αμμώδες, τότε αντιθέτως, θα βελτιώσει τις μηχανικές του ιδιότητες.
Όμως, σε όλα τα είδη των πλημμυρισμένων εδαφών, εξαιτίας της αργίλου, θα αυξηθεί η γονιμότητά τους».
ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ
Στο ερώτημα αν υπάρχουν τρόποι να επανακτηθεί η παραγωγικότητα των εδαφών, ο κ. Χατζόπουλος δηλώνει:
«Για να αξιοποιήσουμε τη νέα κατάσταση του εδάφους σε γενικές γραμμές, θα πρέπει να κάνουμε ενέργειες οι οποίες θα βελτιώνουν τη δομή του εδάφους, όπως είναι η προσθήκη οργανικής ουσίας, οργώματα στο ρώγο του εδάφους, ενσωμάτωση φυτικών υπολειμμάτων και καλλιέργεια ψυχανθών την οποία θεωρώ ότι πρέπει οι φορείς να την επιδοτήσουν άμεσα.
Ενώ, στα διαβρωμένα εδάφη, χρειάζεται πλέον των παραπάνω, ισχυρή λίπανση ως αντιστάθμισμα των θρεπτικών απωλειών.
Σήμερα, βέβαια, θα μπορούσαμε αξιοποιώντας τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) να έχουμε συγκεκριμένες οδηγίες για ακριβείς εφαρμογές στο τεράστιο ψηφιδωτό, των συνδυασμών των διαφόρων εδαφολογικών τύπων και εναποθεμάτων που σχηματίστηκε.
Τέλος, ας θυμόμαστε το «δώρο» του Νείλου, που επί αιώνες λίπαινε την «εύφορη έρημο» της Αιγύπτου, καθώς και τα περίφημα αρδευτικά του έργα που το αξιοποιούσαν».