Στις συνοικίες του Αγίου Θωμά, της Νέας Σμύρνης, του ΑΤΑ, η εικόνα είναι ίδια… Άνθρωποι βουτηγμένοι μέσα στη λάσπη να πετούν όσα έφτιαξαν με κόπο, να βοηθά ο ένας τον άλλο για να βγάλουν τα νερά μέσα από τα υπόγεια, τις αυλές, τα υπνοδωμάτια των παιδιών τους… Άλλοι λυγίζουν και ξεσπούν σε κλάματα, άλλοι θυμώνουν, φωνάζουν, βρίζουν, άλλοι βουβοί, σοκαρισμένοι ακόμη από το κακό που τους βρήκε… Και όλοι με τον ίδιο φόβο, ότι θα ξεχαστούν. Όπως ξεχάστηκαν πριν από αυτούς σεισμοπαθείς και πυρόπληκτοι. Αυτή είναι η αγωνία τους ότι μόλις τα νερά στερέψουν, θα στερέψει και το ενδιαφέρον της Πολιτείας και των αρμοδίων.
Οι πληγές που άνοιξε η κακοκαιρία είναι βαθιές και θα αργήσουν να επουλωθούν… Κάθε ημέρα που περνά, όμως, τους γεμίζει ελπίδα ότι σύντομα θα μπορέσουν να διώξουν τη λάσπη αυτή που κόλλησε όχι μονάχα στα πατώματα των σπιτιών τους και τους δρόμους, αλλά και από την ψυχή τους που τη μαύρισε.
Στη συνοικία του Αγίου Θωμά, στη Νέα Σμύρνη, στον Ιπποκράτη χθες τα πλημμυρισμένα σπίτια και επιχειρήσεις ήταν ορθάνοιχτα… Με γαλότσες, γάντια, κουβάδες και σκούπες στα χέρια οι άνθρωποι προσπαθούσαν να καθαρίσουν το σπίτι τους, το σπίτι των φίλων, των γειτόνων, των συγγενών, να βρουν τι απέμεινε στην επιχείρησή τους. Γέμισαν οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια με έπιπλα, βαλίτσες, οικοσυσκευές, ρούχα...
Ο Αχιλλέας Γ. ήταν εκεί για δεύτερη μέρα. Παρότι η καταστροφή στο σπίτι του ήταν μεγάλη, καθώς η μονοκατοικία του πνίγηκε στα νερά, ο όροφος που διαμένει με τα παιδιά του έμεινε ανέπαφος και αισθάνεται τυχερός μέσα στην ατυχία του, γιατί εκείνος μπορεί να έχασε πολλά, αλλά όπως λέει δεν έχασε τα πάντα. Πήγε εκεί για δεύτερη μέρα, αλλά απογοητεύτηκε, καθώς ενώ είχε αντλήσει τα νερά από το υπόγειο, πήγε και τα βρήκε μέχρι το γόνατο. Δεν απελπίζεται όμως. Την ίδια ώρα δείχνει το σπίτι του γείτονά του. «Καταστράφηκε, έχασε τα πάντα. Έχει δύο παιδιά, ένα στο Δημοτικό και ένα στο Γυμνάσιο. Άνθρωπος του μεροκάματου. Ψάχνει σπίτι. Δεν έχουν δεύτερα ρούχα. Το αστείο είναι να του ζητήσουν και τίποτα δικαιολογητικά για την αποζημίωση. Όλα του τα χαρτιά πάνε. Δεν του έμεινε τίποτα» λέει και συγκλονίζει. Αυτό είναι ανθρωπιά, να είσαι στην ίδια μοίρα, αλλά εσύ να νιώθεις λίγο πιο τυχερός, γιατί εσύ τουλάχιστον δεν τα έχασες όλα.
Η Μαρία πήγε στη Νέα Σμύρνη να βοηθήσει φίλους της. Όταν έλαβαν ειδοποίηση εκκένωσης, δεν περίμεναν ότι θα φτάσει στο σπίτι τους το νερό. «Με τη φύση δεν μπορεί να τα βάλει κανείς, με το κράτος και τις αρχές όμως ναι. Είμαστε μόνοι μας. Είναι λες και έχει γίνει πόλεμος και μας εγκατέλειψαν. Σαν να μη φτάνουν όλα τα βάσανα και η ταλαιπωρία των ανθρώπων, έρχεται να προστεθεί και το πρόβλημα με τα σκουπίδια. Η Δημοτική Αρχή λέει μη βγάζετε σκουπίδια, δεν λειτουργεί η αποκομιδή. Βρώμα και δυσωδία αναδύεται από παντού. Όλα τα σπίτια είχαν ψυγεία με κρέατα, το πετρέλαιο από τις δεξαμενές βρίσκεται παντού. Τα υπόγεια γέμισαν με ψόφια ποντίκια. Αυτά πού να τα πάει δηλαδή ο κόσμος; Δεν υπάρχει σχέδιο για τίποτα, στα τυφλά προσπαθεί να βρει άκρη ο κόσμος, για να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Με άλλους που μιλάω έχουν απελπιστεί που θέλουν να τα εγκαταλείψουν όλα και να φύγουν. Φοβούνται τι θα συμβεί σε μια νέα κακοκαιρία».
Από ένα σπίτι ακούγονται οι θυμωμένες φωνές ενός άνδρα που μιλάει στο τηλέφωνο. «Να μην πατήσει κανείς το πόδι του εδώ. Έρχονται δήθεν μας συμπονούν, βγάζουν φωτογραφίες, παίζουν με τον πόνο μας και νομίζουν ότι έκαναν το χρέος τους».
Κάθε σπίτι ένα δράμα, μια ιστορία…
Της Νατάσας Πολυγένη