Ασφυκτικό κλοιό έχει δημιουργήσει η ακρίβεια στα ελληνικά νοικοκυριά. Οι ανατιμήσεις δίχως σταματημό σε πολλά προϊόντα σφίγγουν κι άλλο τη θηλιά, ενώ πλέον οι τιμές καλπάζουν και στα φρούτα και τα λαχανικά. Οι τιμές σε σούπερ μάρκετ και μανάβικα εκτινάχτηκαν στα ύψη, ενώ οι λαϊκές αγορές αποτελούν ακόμη την ιδανική επιλογή για να ψωνίσει κανείς οικονομικά, αλλά σε καμία περίπτωση φθηνά, όπως άλλες χρονιές. Ο άστατος καιρός του Ιουνίου έκανε ακόμα μεγαλύτερη ζημιά, καταστρέφοντας τη σοδειά πολλών παραγωγών, με αποτέλεσμα αυτό αναπόφευκτα να οδηγήσει και σε αύξηση των τιμών, ιδιαίτερα στα καλοκαιρινά φρούτα, όπως τα καρπούζια και τα πεπόνια.
«Οι τιμές είναι τσιμπημένες, ωστόσο οι παραγωγοί κάνουν τα πάντα για να τις συγκρατήσουν σε χαμηλά επίπεδα προκειμένου να μπορέσει ο κόσμος να ψωνίσει. Φέτος η κατάσταση είναι δύσκολη για όλους» παραδέχεται ο πρόεδρος του Σωματείου Παραγωγών Λαϊκών Αγορών Ν. Λάρισας, Δημήτρης Πούρικας, που διαπιστώνει επίσης ότι έχει μειωθεί η προσέλευση του κόσμου στις λαϊκές αγορές.
«Δεν υπάρχει αγοραστική δύναμη. Ο κόσμος δεν έχει χρήματα και το καλοκαίρι με τις υψηλές θερμοκρασίες κάνει ακόμα δυσκολότερη την κατάσταση» λέει χαρακτηριστικά. Όσον αφορά τις τιμές, σημειώνει ότι πράγματι είναι αυξημένες σε σχέση με πέρυσι, με το κεράσι να σπάει κάθε ρεκόρ, αφού και στις λαϊκές έχει φτάσει να πωλείται στα 5 ευρώ το κιλό. «Το κεράσι είναι το μοναδικό φρούτο που έχει ξεφύγει στην τιμή. Φυσικά και τα άλλα έχουν ανέβει δεδομένου ότι όλα έχουν ακριβύνει, το λίπασμα, τα εργατικά, το ρεύμα, το πετρέλαιο έχουν αυξηθεί πολύ, αλλά το κεράσι ξέφυγε. Το καρπούζι αυτές τις μέρες στις λαϊκές πωλείται από 0,60-0,70, όταν πέρυσι τέτοια εποχή ο κόσμος το έπαιρνε με 0,20 το κιλό. Το πεπόνι είναι στο 1,50 ευρώ το κιλό, τα νεκταρίνια είναι επίσης στο 1,50 ευρώ, ενώ πέρυσι τα μεγάλα ήταν στα 0,80 έως 1 ευρώ και τα μικρά στα 0,50 λεπτά. Επίσης και η τιμή της ντομάτας έχει ανέβει αφού πωλείται στο 1,50 ευρώ και πέρυσι ήταν στη μισή τιμή. Στα υπόλοιπα ζαρζαβατικά οι τιμές είναι πάνω κάτω οι ίδιες με πολύ μικρές αυξήσεις, όπως για παράδειγμα οι πατάτες, το μαρούλι, τα παντζάρια» λέει ο κ. Πούρικας.
«Οι παραγωγοί αγκομαχούν και ο κόσμος στενάζει γιατί θέλει να ψωνίσει, αλλά δυστυχώς δεν έχει χρήματα. Είναι δύσκολη για όλους η κατάσταση» καταλήγει.
Η κυρία Ελισσάβετ είναι συνταξιούχος. Την πετύχαμε αργά το μεσημέρι στη λαϊκή του Αγίου Κωνσταντίνου με το καρότσι μισογεμάτο. «Βγαίνω μεσημέρι γιατί οι τιμές είναι καλύτερες. Έχει ζέστη, αλλά και πώς να γίνει. Η σύνταξή μου μετά βίας φτάνει τα 600 ευρώ. Τι να πρωτοκάνω με αυτά να πληρώσω λογαριασμούς, να φάμε; Δύσκολα βγαίνει ο μήνας. Κόβουμε από παντού και πάλι δεν φτάνουν. Το σφίγγουμε συνέχεια το ζωνάρι. Κάποτε ερχόμουν στη λαϊκή και ψώνιζα ποσότητες, δεν με ενοχλούσε και να μείνουν ή να χαλάσουν. Τώρα παίρνω τόσα όσα. Τα βασικά για να μη λείψει η σαλάτα ή το φρούτο από το τραπέζι. Έχω και τα δύο μου εγγόνια, δεν είμαι μόνη. Να έχω και για αυτά. Αλλά πλέον ψωνίζω με μεγάλη προσοχή και πάνω απ’ όλα εγκράτεια. Στο σούπερ μάρκετ δεν πλησιάζονται τα ζαρζαβάτια και τα φρούτα, ούτε και στα μανάβικα. Καταλαβαίνω ότι όλοι έχουν έξοδα, αλλά και ο κόσμος κοιτάει το συμφέρον του. Η λαϊκή σίγουρα είναι η πιο οικονομική επιλογή όταν κάποιος μπορεί» λέει και απομακρύνεται μουρμουρίζοντας ότι «κάθε χρόνο και χειρότερα».