Εκεί συναντήσαμε τον π. Βασίλειο, μας κέρασε ελληνικό καφέ και ένα λουκούμι για τον δρόμο και ανηφορίσαμε για το βουνό των Θεών. Ο δρόμος ανεβαίνει γρήγορα προς το ΚΕΟΑΧ και γύρω μας βόσκουν ελεύθερα αγελάδες και μοσχάρια μαζί με άγρια άλογα.
Μετά από λίγο, η αναζήτηση για τσάι Ολύμπου συνεχίζεται με τα πόδια σε ένα σχεδόν αλπικό τοπίο με χορτάρι μόνο χωρίς δέντρα. Η θερμοκρασία είναι στους 15 βαθμούς, αλλά γρήγορα θα ανέβει. Μόνο πέτρα και χόρτα βότανα και αγριολούλουδα.
Είναι ακόμη 7 το πρωί και το μόνο που ακούγεται είναι τα κουδούνια των βοοειδών από την απέναντι πλαγιά. Ανεβαίνουμε αρκετά δύσκολα, το υψόμετρο ζαλίζει μέχρι ο οργανισμός μας να συνηθίσει. Μετά από 400 μέτρα περίπου συναντάμε τα πρώτα φυτά. Είναι ακόμη Ιούνιος και μπορούμε να μαζέψουμε σύμφωνα με τον νόμο λίγο τσάι μόνο για προσωπική κατανάλωση.
Η αναζήτηση μας κάνει να φτάσουμε αρκετά ψηλότερα, με το τοπίο να παραμένει φαλακρό με πολύ χαμηλή βλάστηση ανάμεσα στις κοφτερές πέτρες. Το βουνό απαιτεί σεβασμό και μεγάλη προσοχή γιατί δεν συγχωρεί λάθη και υπερβολές. Ο καιρός εδώ πάνω αλλάζει πολύ ξαφνικά με πολύ έντονα φαινόμενα. Το βότανο που βρήκαμε είναι ο Σιδερίτης και λέγεται τσάι βουνού από τα βότανα που έρχονται από την Ασία.
Σπάνια θα βρούμε τον σιδερίτη στα πεδινά, του αρέσουν τα ψηλά βουνά (γύρω στα 1.000 μέτρα ιδανικά!), τα αλπικά και υποαλπικά μικροκλίματα, τα αργιλώδη εδάφη και οι βράχοι. Το όμορφο θαμνάκι ανθοφορεί πλήρως τον Ιούλιο και τότε γίνεται η συγκομιδή του και η προσεκτική αποξήρανσή του στη σκιά. Μέχρι τότε λατρεύουν να το τρυγούν οι μέλισσες, γι’ αυτό και κοντά σε καλλιέργειες σιδερίτη, όπως και άλλων αρωματικών φυτών, βλέπουμε πολλές κυψέλες.
Συλλέγουμε προσεκτικά τα μεγαλύτερα βλαστάρια του χωρίς να πειράξουμε τη ρίζα του και πάντα αφήνουμε 2 και 3 μικρά κλωναράκια ώστε να παραχθεί νέος σπόρος που θα κρατήσει ζωντανή τη χλωρίδα του τόπου μας. Κατηφορίζουμε γεμάτοι από φρέσκο αέρα μετά από ένα δυνατό τεστ κοπώσεως.
Ο ήλιος έχει ανέβει όπως και η θερμοκρασία και τα πρώτα αηδόνια άρχισαν το τραγούδι τους. Έχουμε στα χέρια μας ένα πανάρχαιο βότανο που αναφέρεται από το 460 π.Χ. από τον Ιπποκράτη τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη. Στην επιστροφή ένα καφεδάκι στο πλατανόδασος ήταν απαραίτητο.