Καθώς ο διακηρυγμένος και αποκλειστικός στόχος των πολιτικών κομμάτων είναι η κατάκτηση της εξουσίας, μοιραία οι εκλογές -και- στην Ελλάδα γίνονται για να εξασφαλιστεί η περιβόητη «κυβερνησιμότητα». Με το εκλογικό σύστημα, σχεδόν πάντα, να υπηρετεί αυτήν την αρχή. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι τα τελευταία 100 χρόνια στη χώρα μας έχουν διεξαχθεί 33 εκλογικές αναμετρήσεις και έχουν εφαρμοστεί 16 διαφορετικά εκλογικά συστήματα. Με μόνο έναν σκοπό: Να εξυπηρετήσουν τους εκλογικούς στόχους της εκάστοτε Κυβέρνησης. Είτε για να ξανακυβερνήσει επανεκλεγόμενη είτε για να κάνει «τη ζωή δύσκολη» στον αντίπαλο, σε περίπτωση (υπήρξε και τέτοια) που διαισθάνεται επικείμενη απώλεια της εξουσίας.
Στην πορεία αυτών των ετών, λοιπόν, οι εκάστοτε κυβερνήσεις άλλαζαν κατά το δοκούν (βλ. κομματικό συμφέρον) τα εκλογικά συστήματα. Με την ενισχυμένη αναλογική να αποτελεί το προσφιλές σύστημα μεταπολιτευτικά, με εξαίρεση τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του 1989-1990. Εδώ έρχεται να προστεθεί και η διαφοροποίηση που θέσπισε η συνταγματική αναθεώρηση του 2001, όπου η εφαρμογή νεοψηφισθέντα εκλογικού νόμου δεν γίνεται στις αμέσως επόμενες, αλλά στις μεθεπόμενες εκλογές. Ει μη μόνο αν αυτό αποφασιστεί από την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 των βουλευτών (200).
Οι εκλογές της 21ης Μαΐου θα γίνουν με σύστημα απλής αναλογικής, που ψηφίστηκε το 2016 από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ενώ, αν απαιτηθεί εκ νέου προσφυγή στις κάλπες, αυτές θα γίνουν με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε το 2020 η ΝΔ. Πόσο απέχουν μεταξύ τους τα δύο συστήματα; Παρασάγγας.
- Στις εκλογές της 21ης Μαΐου οι 300 έδρες της Βουλής μοιράζονται αναλογικά στα κόμματα. Όχι όμως σε όλα, αφού προϋπόθεση για να εκπροσωπηθεί ένας πολιτικός σχηματισμός στα έδρανα της εθνικής αντιπροσωπείας είναι να πιάσει το όριο του 3% πανελλαδικά. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το άθροισμα του ποσοστού των κομμάτων που θα περάσουν το κατώφλι του 3% θα το εκμεταλλευτούν τα άλλα κόμματα, εκλέγοντας περισσότερους βουλευτές από τον αριθμό που τους δίδει το ποσοστό τους. Έτσι, αναλογικά, όλοι θα «κλέψουν» από τους μικρότερους.
Για παράδειγμα, το 2019, τα κόμματα που δεν μπήκαν στη Βουλή άθροισαν συνολικά ποσοστό 8,07%. Αν δεν ίσχυε το όριο του 3%, αλλά η απλή και ανόθευτη αναλογική, τα κόμματα αυτά -θεωρητικά- θα εξέλεγαν έως 24 βουλευτές (στην πράξη, όμως, όχι περισσότερους από 22), αφού 3% είναι το ποσοστό ενός κόμματος για την εκλογή ενός βουλευτή. Έτσι, τα κόμματα που εισήλθαν στη Βουλή εξέλεξαν τους 300, με το 91,92% των έγκυρων ψήφων που έλαβαν.
Με το «καλημέρα», λοιπόν, εξελέγησαν βουλευτές κομμάτων άτομα που δεν θα «έβλεπαν» τη Βουλή και με την απλή και ανόθευτη αναλογική.
«ΑΛΛΟΙ» ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ
Φυσικά με την ενισχυμένη (και το μπόνους) για το πρώτο κόμμα η αντιπροσώπευση υπονομεύτηκε ακόμα περισσότερο. Και η ισοτιμία της ψήφου… πήγε περίπατο. Έτσι, η ΝΔ εξέλεξε 158 βουλευτές, ενώ με ένα σύστημα απλής και άδολης αναλογικής θα εξέλεγε έως 120 βουλευτές. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέλεξε 86, ενώ σε αντίθετη περίπτωση θα εξέλεγε έως 95 βουλευτές. Το ΚΙΝΑΛ εξέλεξε 22 αντί 24, το ΚΚΕ 15, ενώ θα εξέλεγε έναν ακόμη, η «Ελληνική Λύση» 10 αντί για 11 και το ΜέΡΑ25 9 βουλευτές αντί για 10, αν ίσχυε σύστημα απλής και ανόθευτης αναλογικής. Με αυτά και μ’ αυτά, έως και 76 βουλευτές «κατείχαν» θέσεις άλλων στην προηγούμενη Βουλή! Πρόκειται για το 1/4 του συνόλου των βουλευτών, αν και μαθηματικά θα ήταν λιγότεροι, αφού τα πολύ «μικρά» κόμματα δεν θα έπιαναν το εκλογικό μέτρο, αλλά ούτε και τέτοια «υπόλοιπα» έγκυρων ψήφων για την εκλογή έστω και ενός βουλευτού.
Επανερχόμενοι στο θέμα των κομμάτων που μένουν εκτός Βουλής, πρέπει να επισημάνουμε ότι όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό τους, τόσο μειώνεται το ποσοστό του κόμματος ή των κομμάτων που απαιτείται για να συγκροτηθεί κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Όχι μόνο με την ενισχυμένη, αλλά και -αισθητά λιγότερο βεβαίως- με την απλή αναλογική. Έτσι:
-Με το σύστημα απλής αναλογικής της 21ης Μαΐου και ένα άθροισμα κομμάτων εκτός Βουλής κοντά στο 5%, για να σχηματιστεί Κυβέρνηση απαιτείται ποσοστό άνω του 47%. Με ποσοστό 8%, όπως συνέβη στις εκλογές του 2019, το αντίστοιχο κατώφλι της αυτοδυναμίας πέφτει στο 46% και κοντά στο 10%, στο 45%. Δυσθεώρητα ποσοστά δηλαδή για μονοκομματική κυβέρνηση.
-Σε περίπτωση νέων εκλογών, όμως, με ενισχυμένη αναλογική, τα αντίστοιχα ποσοστά αυτοδυναμίας πέφτουν στο 39% (με 5% των κομμάτων εκτός Βουλής), στο 38% (με 8% εκτός Βουλής) και στο 37,5% (με ποσοστό εκτός Βουλής κομμάτων στο 10%). Κι αυτό γιατί το πρώτο κόμμα λαμβάνει μπόνους έως και 50 εδρών! Μέχρι ποσοστό 25% το πρώτο κόμμα παίρνει 20 επιπλέον έδρες, ενώ από κει και έπειτα για κάθε 0,5% προσθέτει μία επιπλέον έδρα, φτάνοντας το +50 με ποσοστό 40%.
Η ΑΠΟΧΗ
Ένα στοιχείο που συνηθίζεται να προσπερνούν οι πολιτικοί ταγοί μας είναι αυτό της αποχής. Στις προηγούμενες εκλογές ξεπέρασε το 42%, ελαφρώς μικρότερη από εκείνη των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015 (42,22% έναντι 43,84%).
Το ύψος της πραγματικής αποχής στις εκλογές, όμως, είναι άγνωστο, καθώς ουδείς γνωρίζει πόσοι ακριβώς είναι οι Έλληνες εκλογείς. Σίγουρα δεν είναι αμελητέο, αλλά είναι αρκετά «φουσκωμένο», καθώς στους εκλογικούς καταλόγους εμφανίζονται εγγεγραμμένοι χιλιάδες αποθανόντες, οι οποίοι δεν έχουν διαγραφεί από τους εκλογικούς καταλόγους, όπως επίσης και Έλληνες μόνιμοι κάτοικοι εδώ και χρόνια του εξωτερικού, οι οποίοι δεν ψηφίζουν. Πρόχειροι υπολογισμοί ανεβάζουν το ποσοστό αυτό στο 10%.
Ο αριθμοί, λοιπόν, δεν λένε ακριβώς και πάντα την αλήθεια.
Έτσι, δικαίωμα ψήφου στις επερχόμενες εκλογές έχουν 9.810.040 Έλληνες υπήκοοι από την ηλικία των 17 ετών και άνω (μπορούν να ψηφίσουν όσοι γεννήθηκαν έως το 2006). Σύμφωνα με την πρόσφατη απογραφή το 14,1% των Ελλήνων, δηλαδή 1.470.979, είναι ηλικίας έως 14 ετών. Αν προστεθούν σε αυτούς και οι Έλληνες των 15 και 16 ετών, οι οποίοι δεν ψηφίζουν, τότε κοντά στους 1.700.000 είναι οι συμπολίτες οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα ψήφου. Με την απογραφή του πληθυσμού, όμως, να μας μετρά στα 10.432.487, είναι εμφανής η τεράστια απόκλιση (λίγο πάνω από 1 εκατομμύριο), αν συνυπολογιστούν οι έχοντες και μη έχοντες δικαίωμα ψήφου.
ΑΠΟΧΗ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ
Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο της συμμετοχής/αποχής στις εκλογές, έχει να κάνει με… το είδος των εκλογών.
-Το 2019, όποτε έγιναν μαζί εθνικές και αυτοδιοικητικές εκλογές, ενώ από την εθνική κάλπη απείχε το 37,2% των εγγεγραμμένων στην εκλογική περιφέρεια της Λάρισας και το 39,11% εκείνων ολόκληρης της Θεσσαλίας, στις αντίστοιχες δημοτικές εκλογές μετείχε το 32,35% των εγγεγραμμένων στους 7 Δήμους του νομού (με τον Δήμο Κιλελέρ να παρουσιάζει τα μικρότερο ποσοστό αποχής -26,43%- και τον Δήμο Ελασσόνας το μεγαλύτερο - 37,15%) και το 37,47% στις περιφερειακές εκλογές. Στον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών, λοιπόν, προσήλθε στην κάλπη ένα 5% περισσότερων ψηφοφόρων (περίπου 12.700) σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές και 1,6% περισσότεροι στις περιφερειακές έναντι των εθνικών.
- Στις εθνικές του Σεπτεμβρίου του 2015 η αποχή στην εθνική κάλπη έφτασε στο 39,13% στην εκλογική περιφέρεια της Λάρισας και στο 41,51% σε επίπεδο Περιφέρειας Θεσσαλίας. Λίγους μήνες νωρίτερα και στον Α’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών (Μάιος 2014), στις δημοτικές εκλογές των 7 Δήμων του νομού, ο μέσος όρος της αποχής ήταν 30,16% (σχεδόν 9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα, ήτοι ψήφισαν περισσότεροι από 13.000 επιπλέον ψηφοφόροι), ενώ στις εκλογές της Περιφέρειας η αποχή ήταν 34,07% (διαφορά 5 μονάδων).
Διαφορές στις εκλογικές συμπεριφορές, οι οποίες βεβαίως έχουν την εξήγησή τους: Οι ψηφοφόροι έχουν άμεση επαφή και σχέση με τους δημοτικούς τους άρχοντες και συμβούλους σε σχέση με τους βουλευτές τους. Άλλωστε, στις δημοτικές εκλογές καλούνται να «σταυρώσουν» γνωστούς τους, σε αντίθεση με το «απρόσωπο» των εθνικών ή, ακόμα χειρότερα, με εκείνο των ευρωεκλογών.
Δ.Χ.