από τον μύκητα Ceratocystis platani, προχωρά η Επιθεώρηση Εφαρμογής Δασικής Πολιτικής Θεσσαλίας Στερεάς Ελλάδας του Υπουργείου Περιβάλλοντος. Η αρμόδια Επιθεώρηση ανακοίνωσε ότι «προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου, στην περιοχή ευθύνης του Δασαρχείου Λάρισας ξεκινά η υλοτομία νεκρών (ξηρών) ατόμων πλατάνου, τα οποία έχουν προσβληθεί από τον μύκητα Ceratocystis platani, καθώς και υγειών (υπόπτων προσβολής) ατόμων, που φύονται περιμετρικά και σε ακτίνα δεκαπέντε μέτρων από τα προσβεβλημένα άτομα πλατάνου». Η υλοτομία θα διεξαχθεί συγκεκριμένα στις περιοχές ευθύνης των Δασονομείων: Λάρισας (εκατέρωθεν της κοίτης του Πηνειού ποταμού στην περιοχή Τ. Κ. Δαμασίου - Αμυγδαλέας). Καλλιπεύκης (εκατέρωθεν της κοίτης του Πηνειού ποταμού στο ύψος του Ι. Ναού Αγίας Παρασκευής) και Καρίτσας (αριστερά του καταστρώματος της επαρχιακής οδού Ομολίου - Στομίου).
Όπως διευκρινίζεται από την Επιθεώρηση «κατά τη διαδικασία της υλοτομίας θα τηρηθούν τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας και οι εργασίες θα γίνουν υπό την επίβλεψη του Δασαρχείου Λάρισας. Οι εργασίες υλοτομίας, μεταφοράς, αποθήκευσης και επεξεργασίας των προϊόντων που θα παραχθούν, θα εκτελεστούν σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις
«Επισημαίνουμε ότι απαγορεύεται η λήψη από μέρους των πολιτών οιουδήποτε προϊόντος πλατάνου που θα παραχθεί από την εν λόγω υλοτομία (κλώνοι, λιανόκλαδα, πρέμνα), διότι αυτό θα προκαλέσει τη διασπορά του μήκυτα Ceratocystis platani και κατά συνέπεια την εξάπλωση της ασθένειας του μεταχρωματικού έλκους, η οποία γίνεται και με τα πριονίδια. Τα προϊόντα που θα παραχθούν, καθώς και τα υπολείμματα της υλοτομίας, θα φορτώνονται σε φορτηγά, τα οποία θα έχουν καλυμμένη καρότσα και θα μεταφέρονται με ανάλογα παραστατικά (θεωρημένα Δελτία μεταφοράς) σε εργοστάσιο κατεργασίας ξύλου σε κατάλληλους χώρους για θερμική επεξεργασία και περαιτέρω εκμετάλλευση προκειμένου να εξαλειφθεί ο μύκητας.
Οι εργασίες θεωρούνται επιβεβλημένες, προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση της ασθένειας του μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου, η οποία αποτελεί τεράστια απειλή για τα φυσικά οικοσυστήματα πλατάνου της χώρας και έχει αφανίσει υπέροχα δάση πλατάνου σε περιοχές όπου δεν κατέστη δυνατόν να ελεγχθεί».
ΕΠΑΦΕΣ ΤΟΥ «ΔΙΚΤΥΟΥ»
Στο μεταξύ, τη διευθύντρια της Επιθεώρησης Εφαρμογής Δασικής Πολιτικής Θεσσαλίας Στερεάς Ελλάδας του ΥΠΕΝ, Ζωή Φτίκα, τη διευθύντρια της ΑΕΝΟΛ, Σεβαστή Μπασδέκη, και τα στελέχη της επισκέφτηκαν τα μέλη του Δ.Σ. του Σωματείου «Δίκτυο Δέλτα Πηνειού - Τεμπών». Κύριο θέμα της συνάντησης με την κ. Φτίκα ήταν η ενημέρωση για το πρόβλημα στην Κοιλάδα των Τεμπών και οι τρόποι και οι ενέργειες που γίνονται από την Επιθεώρηση Εφαρμογής Δασικής Πολιτικής Θεσσαλίας Στερεάς Ελλάδας του ΥΠΕΝ και τα τοπικά Δασονομεία προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ασθένεια. Εκείνο που τονίστηκε στην ενημέρωση ήταν ότι οι εργασίες θεωρούνται επιβεβλημένες, προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση της ασθένειας του μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου, η οποία αποτελεί τεράστια απειλή για τα φυσικά οικοσυστήματα πλατάνου της χώρας και έχει αφανίσει υπέροχα δάση πλατάνου σε περιοχές όπου δεν κατέστη δυνατόν να ελεγχθεί. Από την πλευρά τους τα μέλη του Δικτύου δεσμεύτηκαν να προχωρήσουν στην ενημέρωση των κατοίκων της περιοχής με σκοπό την αποφυγή της διασποράς της ασθένειας.Στη συνεργασία με τα στελέχη της ΑΕΝΟΛ συζητήθηκαν θέματα ανάπτυξης στην περιοχή και δυνατότητες ένταξης αυτών στο νέο Leader δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην αξιοποίηση της Κοιλάδας των Τεμπών, τη λειτουργία των δρεζινών και άλλα.
ΜΕΤΑΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΕΛΚΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ανάπτυξης Δασικών Πόρων, το φθινόπωρο του 2003 βρέθηκε στην Ελλάδα η ασθένεια του «μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου», που προκαλείται από τον μύκητα Ceratocystis fimbriata f.sp. platani. Το παθογόνο προσβάλλει μόνο είδη πλατάνου. Είναι η πλέον καταστρεπτική ασθένεια του πλατάνου διεθνώς, προκαλώντας νέκρωση των δέντρων. Νεαρά δέντρα συνήθως νεκρώνονται σε χρόνο μικρότερο των δύο ετών, ενώ τα μεγαλύτερα δέντρα μπορούν να επιβιώσουν για αρκετά χρόνια μετά την προσβολή τους από το παθογόνο, ωστόσο, ο θάνατος των προσβεβλημένων φυτών είναι αναπόφευκτος.
Η ασθένεια έχει προκαλέσει τεράστιες καταστροφές στην Ιταλία και τη Γαλλία, όπου πιθανολογείται ότι εισήχθηκε από τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στην Ελλάδα πιθανόν να έχει εισαχθεί με πολλαπλασιαστικό υλικό. Το παθογόνο αυτό αποτελεί μια τεράστια απειλή για τα πλατάνια της Ελλάδας και θα πρέπει να επιδιωχθεί με κάθε τρόπο η άμεση αντιμετώπισή του.
Το πλέον εμφανές σύμπτωμα είναι ο ξαφνικός μαρασμός ενός τμήματος της κόμης. Αυτό εμφανίζεται συνήθως την άνοιξη και το καλοκαίρι, που οι ανάγκες του φυτού σε νερό είναι αυξημένες. Τα φύλλα κιτρινίζουν πρόωρα και μαραίνονται, κι έτσι μπορούν να διακριθούν από τα γειτονικά υγιή φύλλα. Πολύ συχνά την άνοιξη, ένας κλάδος ή ολόκληρο το δέντρο μπορεί να μην αναβλαστήσει καθόλου ή οι νέοι οφθαλμοί ξαφνικά μαραίνονται και νεκρώνονται πριν ακόμη αναπτυχθούν. Σε μεγάλα δέντρα με προσβολή στον κορμό, πριν εμφανιστούν νεκρώσεις κλάδων, παρατηρείται μια γενική αραίωση της κόμης και συμπτώματα μικροφυλλίας.
Ως κυριότερος παράγοντας διασποράς του παθογόνου θεωρείται ο άνθρωπος, με τη μεταφορά φυτευτικού υλικού ή/και ξυλείας από περιοχές με προσβολές σε αμόλυντες περιοχές. Πολύ συχνά ο μύκητας μεταφέρεται από προσβεβλημένα σε υγιή φυτά με τα εργαλεία κλαδεύσεως και υλοτομίας. Κίνδυνος διάδοσης του παθογόνου υπάρχει επίσης με τις εργασίες υλοτομίας ασθενών δένδρων, όταν αυτές δεν γίνονται με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια. Το παθογόνο μπορεί να επιβιώσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο πριονίδι το οποίο προκύπτει από την υλοτομία και τον τεμαχισμό των δένδρων.
Το πριονίδι αυτό μπορεί να μεταφερθεί με τον άνεμο ή με διερχόμενα αυτοκίνητα σε μεγάλες αποστάσεις. Επίσης, το πριονίδι ή κομμάτια από μολυσμένο ξύλο μπορεί να μεταφερθούν με το νερό στα ποτάμια. Άλλοι φορείς της ασθένειας μπορεί να είναι έντομα, πουλιά ακόμα και τρωκτικά, ωστόσο, δεν θεωρούνται ως βασικοί παράγοντες διάδοσης του παθογόνου.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ
Οι χημικές μέθοδοι που έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές. Επειδή η ασθένεια διαδίδεται κυρίως ανθρωπογενώς, είναι δυνατόν να περιοριστεί η διασπορά της με τη λήψη προληπτικών φυτοπροστατευτικών μέτρων. Επιβάλλεται η λήψη αυστηρών μέτρων παρεμπόδισης της εισόδου της ασθένειας σε νέες περιοχές, με την απαγόρευση διακίνησης πολλαπλασιαστικού υλικού από τις περιοχές που έχει διαπιστωθεί η ασθένεια. Η διακίνηση ξύλου πλατάνου από τα προσβεβλημένα δένδρα, για καυσόξυλα ή άλλες χρήσεις, ενέχει τον κίνδυνο διάδοσης του παθογόνου σε νέες περιοχές και πρέπει να απαγορευτεί.