Επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «τα τελευταία χρόνια, παρατηρούμε έκθαμβοι τον Ποινικό Κώδικα να ράβεται και να ξηλώνεται, όχι στο πλαίσιο μιας συνολικής μεταρρυθμιστικής προσέγγισης, αλλά βάσει των επιταγών από τις σύγχρονες ανθρωποφαγικές “δίκες”, που διεξάγονται πλέον σε τηλεπαράθυρα και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η αυστηροποίηση των ποινών, για παράδειγμα, έχει καταντήσει η πιο εύκολη “καραμέλα” επικοινωνιακής διαχείρισης της επικαιρότητας.
Επίσης, δεν ξεχνάμε όσα συνέβησαν επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όταν η Κυβέρνηση του κ. Τσίπρα κράτησε ανοιχτή τη Βουλή ουσιαστικά μόνο για να ψηφίσει το νέο Ποινικό Κώδικα και μετά προκήρυξε τις εκλογές. Οι επιπτώσεις εκείνων των αλλαγών, έχουν απασχολήσει εκτενέστατα τον πολιτικό και νομικό κόσμο της χώρας». «Ήμουν μέλος τόσο της προανακριτικής επιτροπής για τη σκευωρία της υπόθεσης Novartis, όσο και μέλος της εξεταστικής επιτροπής για το σκάνδαλο των υποκλοπών. Πραγματικά, ένιωσα πολλές φορές μεγάλη απογοήτευση και τεράστιο προβληματισμό για τον τρόπο που διαχειρίζονται ζητήματα δικαιοσύνης ακόμη και οι λειτουργοί της, αλλά βεβαίως και πόσο χρησιμοποιεί τη δικαιοσύνη το πολιτικό σύστημα. Και οι δύο αυτές υποθέσεις είναι χαρακτηριστικές και μάλιστα βρίσκεται σε απόλυτη εξέλιξη, η απίστευτη για τη Δημοκρατία μας περίπτωση, της απαγόρευσης στον θεσμικό επικεφαλής της Ανεξάρτητης Αρχής της ΑΔΑΕ να μιλήσει στην αρμόδια για το θέμα των υποκλοπών Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Σε αυτό το θλιβερό, αλλά και επικίνδυνο, πλαίσιο, οφείλουμε όλοι να κινηθούμε στο δρόμο της θεσμικής σοβαρότητας και υπευθυνότητας, προσεγγίζοντας ιδίως τη Δικαιοσύνη και τη δικαστική εξουσία ως ιερά θεμέλια της Ελληνικής Δημοκρατίας, που ουδείς νομιμοποιείται ούτε να τα μετατρέπει σε διαφημιστικά σλόγκαν, ούτε να επιχειρεί να τα αλώσει προς τέρψη κομματικών οφελών. Απαιτείται μεγαλύτερος σεβασμός, που μπορεί να ξεκινήσει από τα απλά, όπως π.χ. όταν ο νομικός κόσμος μιλάει, το πολιτικό σύστημα να ακούει».