Του Κ. Γκιάστα
Σπίτι τους είναι ο δρόμος. Εκεί τρώνε, εκεί κοιμούνται, εκεί διασκεδάζουν εκεί ερωτεύονται. Ακολουθούν τα παζάρια σε όλη την Ελλάδα. Όπου κόσμος και αυτοί. Όπου χαρά και μεροκάματο. Ο Λαρισαίος, Δημήτρης Ντούβας από τα 52 του χρόνια έχει αφιερώσει σχεδόν 35 στα λούνα παρκ. Στήνει – ξεστήνει, τα «βάζει» με τον καιρό, αγωνιά για την πελατεία, ξεφυσά στις αναποδιές.
«Πρωτοείδα λούνα παρκ στη Ραχούλα όταν ήμουν 15 ετών και δεν κρατιόμουν» λέει αρχίζοντας να ξετυλίγει το κουβάρι των προσωπικών του αναμνήσεων. «Τότε άρχισα να βοηθάω. Δεν υπήρχαν μηχανισμοί με ρεύμα αλλά όλα ήταν χειροκίνητα. Σπρώχναμε με τα χέρια μας, δίναμε φόρα και το αφήναμε να γυρίζει. Ανεβαίναμε τζάμπα και αυτό ήταν το μεροκάματό μας».
Και όσο περνούσαν τα χρόνια έμπαινε πιο πολύ στο επάγγελμα. «Δεσκάτη, Ελασσόνα, Γόννοι, Τύρναβος, Σταυρός Φαρσάλων. Αυτά ήταν τα πρώτα μας ταξίδια και γυρνούσαμε και αλλού. Ξέρεις τι γινόταν στον Παλαμά όταν πηγαίναμε; Μας έπαιρναν τα πιτσιρίκια σβάρνα».
Και τώρα; του ζητήσαμε να κάνει μια σύγκριση. «Τώρα πήγαμε σε ένα χωριό πρόσφατα, βγαίνει ένας παππούς, μας βλέπει και μας λέει: Τι ήρθατε να κάνετε εδώ ρε παλικάρια. Εδώ έχει 40 άντρες και όλοι είναι ανύπαντροι». Και είχε δίκιο. Μας μίλησε και για τις αιτίες του προβλήματος: «Χάθηκαν τα παιδιά από τα χωριά, χάθηκε και το μεροκάματο. Έκλεισαν τα νήπια, μειώθηκαν τα δημοτικά, λιγόστεψαν οι δουλειές, χάθηκε το χαμόγελο. Το βλέπεις όμως και στη Λάρισα. Τώρα οι παππούδες κρύβονται όταν αρχίζει το παζάρι. Κάποτε τα έπαιρναν τα παιδιά και χαλούσαν 50 ευρώ χωρίς δεύτερη σκέψη. Από το 2006 όμως άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα το επάγγελμα. Άσε που μπήκαν και τα παιχνίδια στο ίντερνετ. Αν ρωτήσεις ένα παιδί τι δώρο θέλει, θα σου πει κινητό με ίντερνετ χωρίς δεύτερη σκέψη».
Κοιτάζει στον ουρανό μάλλον για τον καιρό της τελευταίας ημέρας στο παζάρι της Λάρισας. «Καλά σας κράτησε όμως» του λέμε και κουνάει το κεφάλι του καθώς ανάβει τσιγάρο. «Φέτος μας πήγε καλά. Το άσχημο όμως είναι πως εξαρτάσαι σε μεγάλο βαθμό από τον καιρό. Αν θα βρέξει, αν θα φυσήξει πάει χάθηκε η δουλειά. Εμείς οι τσοπάνηδες, οι αγρότες, οι ναυτικοί στα παλιά χρόνια κοιτούσαμε και τον καιρό μόνοι μας για να υπολογίσουμε τα παζάρια και τα μεροκάματα. Μου ’χει μάθει η μάνα μου τα μερομήνια του Αυγούστου και πάντα μετράω και υπολογίζω».
Νομάς σύμφωνα με το λεξικό είναι «αυτός που ανήκει σε μια φυλή ή άλλο σύνολο ανθρώπων που δεν έχουν σταθερή κατοικία αλλά μετακινούνται διαρκώς μαζί με τα κοπάδια τους». Αυτοί δεν έχουμε κοπάδια. Έχουν για παρέα τον Αλαντίν, το τζίνι, τον Σούπερμαν και γυρνάνε. Σε όλη την Ελλάδα για ένα μεροκάματο με προσωπικές και οικογενειακές ζημίες ο καθένας. Τα φώτα σβήνουν. Το παζάρι στη Λάρισα τέλειωσε αλλά κάπου αλλού ξεκινά. Και τα λούνα παρκ ακολουθούν. Μαζί και ο Δημήτρης εδώ και 35 ολόκληρα χρόνια...