Πριν από 20 περίπου χρόνια στο χωριό της Ραψάνης σ’ ένα βράσιμο τσίπουρο συναντιούνται ο Χρήστος Γεροβασίλης με τη Χάιδω Πανταζή. Εκείνος πρόεδρος, τότε, του χωριού. Εκείνη μια 25χρονη βιβλιοθηκονόμος, που μόλις τελείωσε το Πανεπιστήμιο. Η ιδέα δεν άργησε να πέσει. «Δεν έρχεσαι να μείνεις στο χωριό, βρε Χάιδω, να μας φτιάξεις μια βιβλιοθήκη;» κι έτσι έγινε.
Με τη σύμφωνη γνώμη του τότε δημάρχου Κάτω Ολύμπου, Νίκου Βαλσαμόπουλου, βρίσκουν μια σοφίτα και τη μεταμορφώνουν με πολλή δουλειά.
Πέμπτη πρωί. Ώρα 10.30. Τέλη Αυγούστου 2022. Μέσα σε δέκα μόλις λεπτά έχουν ήδη μπει 15 άτομα.
Πιτσιρίκια ψαχουλεύουν για κόμικς, οι γονείς τους αναζητούν κάποιο βιβλίο, οι ηλικιωμένοι για μια εξυπηρέτηση και πολλοί για να ρωτήσουν για μια εκδήλωση. Υπάρχουν και οι ερευνητές που κάθονται με τις ώρες ψάχνοντας να βρούνε σημαντικά στοιχεία για την πορεία του Καραγάτση. Σχολεία που μπαινοβγαίνουν και θαυμάζουν λίγη από την ομορφιά πριν ξεχυθούν στην πλατεία για παιχνίδι.
«Έτσι γίνεται κάθε μέρα;» είναι η πρώτη ερώτηση προς τη Χάιδω Πανταζή, για να χαμογελάσει και να πει: «Πλέον ναι. Το καλοκαίρι όλοι έρχονται για κάποιον λόγο εδώ στη σοφίτα. Κάτι να ζητήσουν, κάτι να δανειστούν, κάτι να αφήσουν, κάποιον να συναντήσουν» και προσθέτει πως: «Αυτός είναι και ο ουσιαστικός ρόλος μιας βιβλιοθήκης».
Μα δεν είναι μόνο το καλοκαίρι. Όπως λέει ,και τον χειμώνα έτσι πηγαίνει η κίνηση. Με καλούς ρυθμούς. Εκδρομές συλλόγων, μεμονωμένων επισκεπτών, θεατές εκδηλώσεων έρχονται για τη βιβλιοθήκη και συνεχίζουν να κινούνται στο χωριό. Θα φάνε, θα πιούνε, θα φωτογραφήσουν, θα κάνουν βόλτες.
«Η βιβλιοθήκη έχει δέσει τον τόπο και έχει συνδεθεί με την οικονομία. Μ’ αυτόν τον τρόπο δουλεύει και ο φούρνος, η καφετέρια, τα εστιατόρια» λέει χαρακτηριστικά.
Όταν της ζητάμε να θυμηθεί πώς ήταν ο χώρος, παίρνει μια μεγάλη ανάσα και ξεκινά: «Εδώ ήταν μια αποθήκη με μια χαλασμένη σκεπή, μέσα σε λίγο διάστημα όμως όλα άλλαξαν και το μέρος ζωντάνεψε».
Η ίδια, όπως υποστηρίζει, έκανε το όνειρό της πραγματικότητα, καθώς ήθελε να κάνει αυτό που σπούδασε στον τόπο που αγαπούσε. Στον τόπο καταγωγής της. Και τελικά τα κατάφερε. Τους καλοκαιρινούς μήνες μένει μόνιμα στη Ραψάνη και τον χειμώνα πηγαινοέρχεται καθημερινά.
Στον χώρο υπάρχουν 27.000 βιβλία, όλων των ειδών. Ποια είναι αυτά που διαβάζουν όμως οι Ραψανιώτες;
«Τα πάντα διαβάζουν. Ό,τι είδος υπάρχει το επιλέγουν. Όμως το εντυπωσιακό είναι πως οι μικροί αναγνώστες διαβάζουν κόμικς και μάλιστα ωραία κόμικς. Με κοινωνικά μηνύματα που αποτελούν τροφή για προβληματισμό και σκέψη».
Σίγουρα σε αυτό έχει βοηθήσει και το Φεστιβάλ που γίνεται κάθε χρόνο στη Λάρισα, λέμε και συμφωνεί.
Σ’ έναν τέτοιον χώρο δεν γίνεται να μην υπάρχει ξεχωριστό σημείο για τον Καραγάτση. Έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες συγγραφείς που πέρασε αρκετό χρόνο στον τόπο. Άλλωστε το ψευδώνυμό του (το επώνυμό του ήταν Ροδόπουλος) το πήρε από το γεγονός πως συνήθιζε να γράφει κάτω από ένα δέντρο καραγάτσι.
«Πλέον τον τιμούν οι ντόπιοι, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι» εξηγεί η Χάιδω Πανταζή, καθώς «πριν από 100 χρόνια που δούλευαν όλοι από το πρωί μέχρι το βράδυ για λίγα λεφτά, εκείνος καθόταν κάτω από ένα δέντρο και έγραφε βιβλία.
Ήταν κάτι το διαφορετικό και θεωρούνταν και λίγο σαν αλαφροΐσκιωτος. Όταν όμως όλοι ανακάλυψαν πώς και τι γράφει για τη Ραψάνη, τους άρεσε. Άλλος κόσμος τότε στο χωριό» λέει και κουνάει την παλάμη στον αέρα.
Άλλες εποχές. Άνθρωποι που πάλευαν να σταθούν όρθιοι από δυσκολίες δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν την αξία του διαφορετικού. Έναν αιώνα μετά, όμως, όλοι αναγνωρίζουν το έργο του.
Ο χρόνος. Μεγάλος κριτής πορείας. Έτσι και ο ρεπόρτερ του μέλλοντος ίσως να κρίνει με μια διαφορετική ματιά τη σοφίτα της Ραψάνης. Αυτόν τον φάρο... Τη Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Του Κώστα Γκιάστα
Φωτ.: Βασίλης Ντάμπλης
Εκαιγαν τσάκνα και πλέον τους «καίει» το ρεύμα
Η ΠΟΡΕΙΑ ΕΝΟΣ ΦΟΥΡΝΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Λένε πως για να καταλάβεις μια πόλη, πρέπει να μπεις σ’ ένα ταξί. Ο ταξιτζής θα στα πει όλα. Όταν όμως φτάνεις σ’ ένα χωριό, τότε πρέπει να μπεις στον φούρνο του. Εκεί θα μάθεις πολλά για τον τόπο. Ο φούρνος της οικογένειας Γιαννούκα είναι πλέον ο μοναδικός στη Ραψάνη. Τυπικά υφίσταται από το 1955, όταν άρχισαν να εκδίδονται και οι άδειες. Όμως η αλήθεια είναι πως δούλευε από πολύ παλιότερα.
«Οι φούρνοι εκείνα τα χρόνια δούλευαν με τσάκνα, με πουρνάρι. Οι άνθρωποι στη Ραψάνη τότε ερχόταν με το γομάρι και έφερναν τσάκνα για να κάψει ο φούρνος. Ένα φόρτωμα το γαϊδούρι ήταν ένα ψωμί. Το καμίνι έκαιγε συνέχεια τότε». «Να φέρουμε κάνα φόρτωμα, κάνα δεμάτι, να μας δώσεις ψωμί;» έλεγαν.
Η κ. Κατερίνα Γιαννούκα εξηγεί στην «Ε» την πορεία του φούρνου. Την αρχή την έκανε ο πεθερός της Σωτήριος Γιαννούκας. Μαζί με τη σύζυγό του τότε έφτιαχναν και γιαούρτι σε πήλινα. Μετά θυμάται πως ανέλαβε ο σύζυγός της Νικόλαος Γιαννούκας.
Έκαιγαν κάρβουνο για πολλά χρόνια, θυμάται, και όμως όλα άλλαξαν τώρα. Γίνονται αυτόματα. Εξηγεί τις παραδόσεις μια άλλης εποχής. Τότε που το Πάσχα αντί για τσουρέκια έφτιαχναν κουλούρες με φτάσμα. Ρεβύθι, βασιλικό, προζύμι και πολύ μεράκι.
Η τρίγη γενιά είναι ο γιος της, Σωτηρής Γιαννούκας, που έχει αναλάβει. Πλέον δεν ζυμώνουν, όπως έκαναν μερόνυχτα εκείνη την εποχή. Τα προβλήματα όμως είναι άλλα.
«Λίγος κόσμος, πολλά τα έξοδα» προσθέτει ο Σωτήρης και απαριθμεί μία – μία τις δυσκολίες της σύγχρονης εποχής. Το ρεύμα είναι που καίει τους πάντες. Θ’ αντέξουν οι επαγγελματίες;
Η …Wikipedia της Ραψάνης
ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Εκεί ο Τζιατζιάς ο ληστής. Εκεί και η Όγλα Στραβάκου. Πιο δίπλα όσοι πολέμησαν στη Μικρασιατική εκστρατεία. Οι πρώτοι ιερείς, οι δάσκαλοι και οι μαθητές από τα περασμένα χρόνια. Αν κάποιος ψάχνει πρόσωπα από το παρελθόν του χωριού και θέλει να δει φωτογραφίες τους, μπορεί να το κάνει πηγαίνοντας απλά στο κατάστημα «Η Αρχόντισσα». Παλιός σοφατσής ο Χρήστος Μουρτασάγας πάλευε για το μεροκάματο σκληρά, αλλά όπου πήγαινε ζητούσε κι ευγενικά και μια φωτογραφία που σχετιζόταν με την ιστορία της Ραψάνης. Κι έτσι όταν άνοιξε την ταβέρνα δημιούργησε αυτό το μωσαϊκό. Για τους ηλικιωμένους είναι η αναλογική …Wikipedia του χωριού. Έτσι βρίσκουν τα πρόσωπα και λίγη από την ιστορία τους. Μα φυσικά και παρέα με καλό κρασί…