Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας έκρινε ένοχο έναν 42χρονο υπήκοο Αλβανίας, ο οποίος παραπέμφθηκε κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία από πρόθεση, για επικίνδυνη σωματική βλάβη, για οπλοχρησία και για παράνομη κατοχή όπλου στη Φυλακή, επιβάλλοντας τη συνολική ποινή της ισόβιας κάθειρξης και της επιπλέον φυλάκισης των 2 ετών και 3 μηνών.
Το έγκλημα έγινε στις 20 Μαρτίου 2015, στις Φυλακές Λάρισας, όταν ο 42χρονος επικαλούμενος τότε «λόγους τιμής και βεντέτας» μαχαίρωσε θανάσιμα στην καρδιά έναν 47χρονο συγκρατούμενο και ομοεθνή του, γιατί κάποιο μέλος της οικογένειάς του πριν από 25 χρόνια στην Αλβανία σκότωσε τον θείο του. Στη συνέχεια μαχαίρωσε, τραυματίζοντας σοβαρά, έναν άλλον 46χρονο συγκρατούμενο, επίσης ομοεθνή του.
Προχθές στην απολογία του, ο 42χρονος αρνήθηκε ότι κίνητρο της δολοφονίας ήταν η βεντέτα, λέγοντας ότι το αληθινό κίνητρο ήταν η απόφαση του θύματος να μην του δώσει «πρέζα» (ηρωίνη), παρά το γεγονός ότι τον διαβεβαίωσε πως δεν θα έχανε τα χρήματά του.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ
Άσχετα με το εάν το πραγματικό κίνητρο του φονικού ήταν η βεντέτα που ο ίδιος ο δράστης ανέφερε το 2015 ή η δόση των ναρκωτικών, όπως τόνισε προχθές, η δολοφονία θύμιζε κινηματογραφικό σενάριο. «Όλοι οι κρατούμενοι κρατάνε μαχαίρι όταν ανοίγει η Φυλακή» τόνισε στην απολογία του ο λιγομίλητος κατηγορούμενος και κρατούμενος τότε στην πτέρυγα των βαρυποινιτών, περιγράφοντας την εξέλιξη ως κάτι φυσιολογικό σε ένα κατάστημα κράτησης από τα πλέον ασφαλή.
«Τα ναρκωτικά και τα χάπια σε τρελαίνουν» τόνισε επίσης για να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρέθηκε τελώντας το έγκλημα, με την πρόεδρο του Δικαστηρίου να παρατηρεί προς τον κατηγορούμενο ότι επέλεξε να δολοφονήσει τον πατριώτη του, σε ένα «τυφλό σημείο» των Φυλακών, όπου δεν κατέγραφαν οι κάμερες ασφαλείας.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο 42χρονος ενώ είχε «επισκεφθεί συγκρατούμενο στο κελί του για καφέ και για συλλογή πληροφοριών για το υποψήφιο θύμα του», επέλεξε στη συνέχεια το «κατάλληλο, τυφλό από τις κάμερες των Φυλακών», σημείο όπου με δύο αυτοσχέδια μεταλλικά μαχαίρια, στις 16.09 της 20ής Μαρτίου 2015 «επιτέθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα» στον 47χρονο, μαχαιρώνοντάς τον (και) στην καρδιά.
Ο 47χρονος «εξαιτίας των βαρύτατων πληγμάτων του έχασε τις αισθήσεις του» και «έπεσε στο πλατύσκαλο μεταξύ του ισογείου και του πρώτου ορόφου της Γ’ Πτέρυγας», «μέσα σε λίμνη αίματος, αφού προηγουμένως σύρθηκε μάταια προς το ισόγειο αναζητώντας βοήθεια».
Ο 42χρονος δέκα λεπτά αργότερα με τα ίδια μαχαίρια επιτέθηκε επίσης κατά έτερου ομοεθνή του, ενός 46χρονου τη στιγμή που αυτός βρισκόταν στον διάδρομο των θαλάμων κράτησης της Γ’ Πτέρυγας.
Ο 47χρονος βρέθηκε αιμόφυρτος από άλλους συγκρατούμενους που τον μετέφεραν στο θυρωρείο της Γ’ Πτέρυγας, ενώ άλλοι Αλβανοί κρατούμενοι μετέφεραν στον ίδιο χώρο υποβασταζόμενο και τον 46χρονο συμπατριώτη τους, τραυματισμένο στο πρόσωπο και στο σώμα».
Τα γεγονότα της ημέρας περιέγραψαν σωφρονιστικοί, σημειώνοντας ότι αντιλήφθηκαν εκ των υστέρων ότι κάτι συνέβη όταν είδαν κρατούμενους να μεταφέρουν τους δύο τραυματίες σε κακή κατάσταση, αφού η δολοφονία δεν είχε καταγραφεί από τις κάμερες.
Επιλογή για την οποία ο 42χρονος δεν έδωσε και πολλές εξηγήσεις, παρά μόνο είπε πως «μαλώσαμε, δεν είχα σκεφθεί πως δεν έχει κάμερες εκεί». Διευκρινίζοντας πως ενώ θα έβγαιναν για προαυλισμό, είδε πέντε κρατούμενους μαζί με τον 47χρονο να κινείται προς το μέρος του, ενώ «είχε και αυτός μαχαίρι», όπως είπε. Επιμένοντας επίσης ότι ο 47χρονος αρνήθηκε να του χορηγήσει τη δόση ναρκωτικών που του ζήτησε, άρνηση που του μετέφερε ο άλλος ομοεθνής, ο 46χρονος, τον οποίο επίσης μαχαίρωσε στη συνέχεια.
Σημειώνεται πως τα δύο θύματα εξέτιαν μεγάλες ποινές για υποθέσεις ναρκωτικών, ενώ ο 47χρονος είχε μεταχθεί στις Φυλακές Λάρισας μόλις 3 ημέρες πριν τη δολοφονία του. Με τη δολοφονία, ο 42χρονος με «κηλίδες αίματος στα ρούχα του» και «ουλή στη δεξιά παλάμη από τη μεταλλική λάμα», «που χρησιμοποίησε για τη διάπραξη των εγκλημάτων του», επέστρεψε στο κελί του, όπου ανέμενε τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους «για να τους παραδώσει τα δύο αυτοσχέδια μαχαίρια που κατείχε, ζητώντας», επίσης από τους σωφρονιστικούς, «να μην τα αγγίξει κανείς».
«ΖΟΦΕΡΗ ΕΙΚΟΝΑ»
«Αυτή η υπόθεση αναδεικνύει μια ζοφερή εικόνα, μια κατάσταση στις Φυλακές, όπου θεωρείται φυσιολογική η διακίνηση σκληρών ναρκωτικών, η αγοραπωλησία ουσιών, όπως επίσης θεωρείται φυσιολογική κι η διακίνηση όπλων σε ένα Κατάστημα Κράτησης που θεωρούνται από τα πλέον ασφαλή της χώρας» τόνισε στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας της έδρας και διευθύνων την Εισαγγελία Εφετών Λάρισας, Σταμάτης Δασκαλόπουλος.
«Είναι αυτός που τέλεσε την πράξη» τόνισε ο κ. Δασκαλόπουλος, αναφερόμενος στην ουσία της υπόθεσης για να εστιάσει στον ισχυρισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών και φαρμακευτικής αγωγής.
Λέγοντας ότι «την ίδια αγωγή ελάμβανε και πριν από 6 μήνες, αλλά δεν είχαμε άλλα περιστατικά βίας, επιθετικότητας και βιοπραγίας από τη μείξη φαρμάκων και ηρωίνης. Είναι αδύνατον ενώ ποτέ δεν δημιούργησε σκηνές βιοπραγίας, εντελώς ξαφνικά να συμβούν όλα αυτά. Οργανωμένα είχε μαζί του τα μαχαίρια, ενώ η κάμερα δεν θα έβλεπε.
Ο ίδιος διαψεύδει τη βεντέτα και σήμερα συνομολογεί ένα άλλο κίνητρο. Είχε κάνει την επιλογή του, δεν είχε καμία επήρεια, δεν ανακύπτει μείωση του καταλογισμού. Είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός» κατέληξε ο κ. Δασκαλόπουλος, προτείνοντας την ενοχή του κατηγορουμένου όπως πρωτοδίκως.
Το Δικαστήριο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό περί μειωμένου καταλογισμού, τον έκρινε ένοχο και του επέβαλε ισόβια κάθειρξη για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, όπως και τη συνολική ποινή φυλάκισης 2 ετών και 6 μηνών για τις κατηγορίες της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, της οπλοχρησίας και της παράνομης κατοχής όπλου στις φυλακές.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ