κάνει την εμφάνισή του στην εξώπορτα του εγκαταλελειμμένου σπιτιού στην ευρύτερη περιοχή του παλιού Κτηνιατρείου στο κέντρο της Λάρισας, έτοιμος για την καθημερινή του εξόρμηση.
Ο ρουμανικής καταγωγής άντρας με εμφανή τα σημάδια της κακουχίας, αλλά και της έλλειψης υγιεινών συνθηκών διαβίωσης, ξεκινά την περιπλάνησή του στην πόλη για να μαζέψει αποτσίγαρα, που καπνίζει μέχρι και το τελευταίο τους χιλιοστό, ή ακόμη και γυάλινα και μεταλλικά μπουκάλια μπίρας στο Φρούριο ή και σε άλλα σημεία συγκέντρωσης νέων, που πετά σε ειδικούς χώρους ανακύκλωσης υλικών σε γνωστή αλυσίδα σούπερ μάρκετ για λίγα κέρματα.
Μοναδική διακοπή στις ατέλειωτες ώρες περιπλάνησης η ώρα του φαγητού από τα συσσίτια της Εκκλησίας ή ακόμη και της Πρόνοιας, που του αφήνουν στα Ταμπάκικα, σε σπίτι ενός Έλληνα φίλου του, του Βαγγέλη, που τον βοηθά όταν και όποτε του επιτρέπουν τα οικονομικά, αλλά και οι δραστηριότητές του.
Με τη βοήθεια του Βαγγέλη εντοπίσαμε την «τρύπα» του 64χρονου πλέον Ρουμάνου, που μάλλον ελάχιστα έχει να περιμένει από τη ζωή έχοντας αποκόψει κάθε επαφή με την πατρίδα και την οικογένειά του, χωρίς κανένα νομιμοποιητικό έγγραφο που να αποδεικνύει ποιος είναι και από πού έρχεται. Το μόνο που ίσως περιμένει με αγωνία είναι να βρεθεί τρόπος να αποκατασταθεί έστω και μερικώς η όρασή του, που έχει απωλέσει, με αποτέλεσμα η όρασή του να έχει περιοριστεί μόλις στο 10% στο ένα του μάτι. Γεγονός που αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα στον αγώνα της επιβίωσης ενός άστεγου.
Προσπαθώ να κινούμαι δίπλα στα πεζοδρόμια και σε σκιερές περιοχές όπου μπορώ να αντιληφθώ τα πράγματα ως σκιές, μας λέει για να συμπληρώσει ότι αποφεύγει τις περιοχές με πολύ έντονο ήλιο γιατί εκεί χάνει ακόμη και τις ελάχιστες σκιές και τα πάντα γίνονται λευκά...
Ο ίδιος αρχίζει να εξιστορεί τη δική του ιστορία, μια ιστορία περιπλάνησης που ξεκινά από το Ιάσιο και την περίοδο Τσαουσέσκου, εκείνη τη δύσκολη για τους Ρουμάνους περίοδο διακυβέρνησης της χώρας και της στέρησης των ελευθεριών. Ο Μιχαήλ φεύγει, όπως και άλλοι ομοεθνείς του, για αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου, στο Ιράκ, στην Τουρκία, όπου εργάζεται ως εργάτης και ηλεκτροσυγκολητής σε διάφορα έργα.
Επιστρέφει ωστόσο στην πατρίδα, κάνει τη δική του οικογένεια με τρία παιδιά και εργάζεται στο Ιάσιο, σε γνωστό εργοστάσιο κατασκευής τρακτέρ και αγροτικών μηχανημάτων. Το 2000 αποφασίζει να φύγει ξανά, αυτήν τη φορά όπως αποδεικνύεται οριστικά. Προορισμός του η Ελλάδα με κάθε μέσο, από τρένο και λεωφορείο μέχρι και με τα πόδια, περνώντας διαδοχικά τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τα Σκόπια. Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Κόρινθος, Πάτρα είναι μερικοί από τους σταθμούς του πριν καταλήξει στη Λάρισα το 2014, δουλεύοντας συνήθως στον πρωτογενή τομέα και προσφέροντας μαύρη εργασία σε αγελαδοτροφικές μονάδες και αγροτικές καλλιέργειες -ελιές, πατάτες και όπου υπήρχε ζήτηση για κάποιο μεροκάματο. Στη Λάρισα φτάνει με έναν φίλο του και αμέσως εξασφαλίζει στέγη στο εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο σπίτι της περιοχής του πρώην Κτηνιατρείου, που άφησε ένας Πακιστανός «ένοικος» όταν αναχώρησε για την Πάτρα και πιθανότατα σε κάποια χώρα της Ευρώπης μέσω Ιταλίας.
Η ζωή του στη Λάρισα ωστόσο αποδεικνύεται περιπετειώδης: μια διένεξη με έναν ομοεθνή του για τη φροντίδα ενός ζώου του κοστίζει μια ...πυρπόληση και μαζί της δύο μήνες νοσηλείας στα νοσοκομεία Λάρισας και Παπαγεωργίου στη Θεσσαλονίκη, αλλά και μια πτώση την περίοδο έναρξης της πανδημίας, που του επιφέρει σπάσιμο και των δύο ποδιών.
Και αν από όλα αυτά βρήκε τον τρόπο να ανταπεξέρχεται και να επιβιώνει, η συνεχής επιδείνωση της όρασής του κατέστησε τον αγώνα της επιβίωσης ιδιαίτερα δύσκολο. Ιδιώτης οφθαλμίατρος διέγνωσε καταρράκτη και στα δύο μάτια και δέχτηκε να προχωρήσει στις εγχειρήσεις, αλλά η αποζημίωση θεωρείται απαγορευτική για τον Ρουμάνο άστεγο, ενώ η αποκατάσταση σε δημόσιο νοσοκομείο αποδεικνύεται ιδιαίτερα δυσχερής ελλείψει νομιμοποιητικών εγγράφων, αλλά και αριθμού ΑΜΚΑ.
Εάν αποκατασταθεί έστω και μερικώς, τότε θα διευκολυνθεί η διαβίωσή του, τονίζει ο φίλος του Βαγγέλης, που δεν είναι λίγες οι φορές που τον κάλεσαν από την Αστυνομία για να παραλάβει τον άστεγο και να τον οδηγήσει στη «στέγη» του. Εκεί όπου «ησυχάζει» ανάμεσα σε βρώμικους τοίχους, άχρηστα έπιπλα, κατεστραμμένα αντικείμενα και πολλά σκουπίδια. Η ώρα περνά, οι ερωτήσεις διαδέχονται η μία την άλλη και δεν είναι λίγες οι απαντήσεις του άστεγου Ρουμάνου που γεννούν ερωτηματικά και προβληματίζουν. Ίσως και να μην έχουν σημασία. Όμως σημασία έχει για ένα κράτος πρόνοιας, να δώσει τις δικές του πειστικές απαντήσεις και να φροντίσει για να έχει ο Μιχαήλ, όπως και κάθε άστεγος, την ελάχιστη φροντίδα, που οφείλει μια οργανωμένη πολιτεία στα μέλη της.