δάσκαλος, ο οποίος καταδικάστηκε ότι προχώρησε σε γενετήσιες πράξεις σε βάρος μιας 10χρονης μαθήτριας της Ε’ τάξης Δημοτικού τόσο στο Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο όπου ήταν υπεύθυνος, όσο και στο σπίτι του και μάλιστα με τη συνέργεια της 36χρονης μητέρας του κοριτσιού. Αναβιώνοντας μια υπόθεση που έγινε γνωστή δεκαπέντε χρόνια πριν, τον Οκτώβριο του 2007, σε χωριό των Τρικάλων.
Το Δικαστήριο με πλειοψηφία έκρινε ενόχους και τους δύο κατηγορουμένους, επιβάλλοντας ποινή κάθειρξης 8 ετών, ενώ με την αναστέλλουσα δύναμη της έφεσης αφέθηκαν τελικά ελεύθεροι. Το ενδιαφέρον ωστόσο στην εκδίκαση της χθεσινής υπόθεσης που ολοκληρώθηκε αργά το απόγευμα αποτέλεσε το γεγονός ότι οι 4 ένορκοι πλειοψήφησαν έναντι των 3 δικαστών, με αποτέλεσμα να αναγνωριστεί στους δύο κατηγορούμενους το ελαφρυντικό του σύννομου βίου και, παρά τη σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκαν, να πέσουν τελικά «στα μαλακά» και σίγουρα χαμηλότερα από την εισαγγελική πρόταση επί της ποινής (κάθειρξη 14 και 12 ετών αντίστοιχα).
Μια δίκη που διακρίθηκε για το συναισθηματικό «ξέσπασμα» της 25χρονης πλέον παθούσης, η οποία με δάκρυα περιέγραψε τα όσα βίωσε το σχολικό έτος 2007 – ’08 ενώ ήταν μαθήτρια της Ε’ τάξης. Όταν ακολούθησε τον 48χρονο τότε δάσκαλο «σε αίθουσα του σχολείου, όπου την έβαλε κάτω από το γραφείο της έδρας, ξεκούμπωσε το φερμουάρ του παντελονιού του κι έβγαλε έξω το γεννητικό του όργανο» με το κατηγορητήριο να περιγράφει αναλυτικά την ερωτική πράξη που ακολούθησε.
Πράξη που επαναλήφθηκε και τις επόμενες ημέρες, ενώ με την πρόφαση της «βοήθειας στα μαθηματικά» η μητέρα της μαθήτριας την πήγαινε στο σπίτι του δασκάλου, ο οποίος «εκμεταλλευόμενος την απουσία της οικογένειάς του» «προέβαινε, κατ’ εξακολούθηση, σε ολοκληρωμένες ερωτικές επαφές μαζί της» μέχρι και τις αρχές της σχολικής χρονιάς 2009-2010. Οι πράξεις σε βάρος της 10χρονης έγιναν τυχαία και μετά από χρόνια γνωστές, όταν η αδελφή της μαθήτριας με αφορμή δικό της πρόβλημα εξομολογήθηκε σε κοινωνική λειτουργό τα όσα βίωσε, ενώ η εισαγγελική έρευνα που ακολούθησε αποκάλυψε την υπόθεση. «Βλέπω εφιάλτες» τόνισε η μαθήτρια στην κατάθεσή της για να ξεσπάσει δακρυσμένη λέγοντας πως «κουράστηκα να το λέω στη μητέρα μου και αυτή συνέχεια να με στέλνει στο σπίτι του δασκάλου. Νομίζετε ότι εγώ φταίω; Φοβόμουνα να μιλήσω...». Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευσή του παρατήρησε πως «αποδείχθηκε ότι το οικογενειακό περιβάλλον δεν μπορούσε να παράσχει στήριξη στο παιδί. Ένα οικογενειακό περιβάλλον παντελώς ακατάλληλο να στηρίξει ένα παιδί 10 ετών». Καθώς όπως επισημάνθηκε στο Δικαστήριο η οικογένεια της 10χρονης «δεν πήγε να καταγγείλει το γεγονός, αφού φοβήθηκε το ρεζίλι στο χωριό».
«ΔΕΝ ΧΩΡΑΩ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ»
Ο 63χρονος σήμερα κατηγορούμενος και συνταξιούχος πλέον εκπαιδευτικός στην απολογία του αρνήθηκε τις κατηγορίες, αποδίδοντας σε «εκδικητικότητα» και σε οικονομικό κίνητρο τα όσα καταγγέλθηκαν σε βάρος του, λέγοντας χαρακτηριστικά πως για τα «λεφτά τα κάνουν αυτά». Παραπέμποντας στις διαφωνίες μεταξύ συγγενικών προσώπων της καταγγέλλουσας, με αφορμή τη διαχείριση μεγάλου χρηματικού ποσού που συγκεντρώθηκε για την αποκατάσταση της υγείας του μικρότερου παιδιού της οικογένειας έπειτα από τροχαίο. Χρήματα που συγκεντρώθηκαν, αλλά δεν αξιοποιήθηκαν ωστόσο για την αποκατάσταση, καθώς το αγόρι -και τέταρτο παιδί της οικογένειας- υπέκυψε τελικά στα τραύματά του. Η πρόεδρος του Δικαστηρίου παρατήρησε πως «θα περίμενε κάποιος να γινόταν η καταγγελία στην Αστυνομία, αλλά η υπόθεση βγήκε στην επιφάνεια από την κοινωνική λειτουργό και τη συζήτηση που είχε με την αδελφή τής παθούσης». «Δεν χωράω στη φωτογραφία που θέλουν να με βάλουν» τόνισε ο κατηγορούμενος ανεβάζοντας την ένταση της φωνής του για να προσθέσει ότι «δεν είμαι σε θέση να κάνω τέτοια πράγματα. Με χρησιμοποιούν, με ειρωνεύονται, δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνουν» κατέληξε.
«ΔΕΝ ΓΥΡΙΖΩ ΠΙΣΩ»
Την ενδοοικογενειακή βία που βίωνε από τον άντρα της κατήγγειλε στην απολογία της η 53χρονη σήμερα μητέρα της μαθήτριας, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «ο άντρας μου με έδερνε μέχρι θανάτου, ο πεθερός μου με έσωσε δύο φορές». Επίσης, διέψευσε τα όσα κατέθεσε η κόρη της, λέγοντας πως μαζί με την κόρη της πήγανε δύο φορές στο σπίτι του δασκάλου και πως «ήμασταν μαζί, ποτέ δεν πήγε κανένα παιδί μόνο του» στο σπίτι του δασκάλου. Ανέφερε πως από την αδελφή της δεν έμαθε ποτέ πόσα χρήματα συγκεντρώθηκαν για το αδικοχαμένο της αγόρι, ότι η κόρη της, της είπε ότι η γιαγιά τους έβαλε να τα καταγγείλουν στην Αστυνομία και πως «από την ημέρα που πήραν στο ίδρυμα τα παιδιά της κόρης μου, αυτός ήταν ο λόγος που με έφθασε στα δικαστήρια». «Εγώ εδώ στα παιδιά μου δεν ξαναγυρίζω, με έφεραν στα δικαστήρια. Λυπάμαι που το λέω, εδώ δεν ξαναγυρίζω» ολοκλήρωσε την απολογία της, διευκρινίζοντας πως πλέον ζει και εργάζεται σε άλλη περιοχή της χώρας, διαψεύδοντας τα περί νέου γάμου και τεκνοποίησης.
«ΘΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ»
Ο Εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευσή του, μεταξύ άλλων, τόνισε πως «κυρίαρχο αποδεικτικό υλικό υπήρξε η κατάθεση της παθούσας. Η συνέπεια με την οποία η παθούσα εξέθεσε πώς έγιναν τα γεγονότα, παρότι πέρασαν 15 χρόνια από τότε. Θεωρώ πως όσα εξέθεσε είναι αλήθεια». Στη συνέχεια παρατήρησε ότι «μου προκάλεσε αλγεινή εντύπωση η προσπάθεια θυματοποίησης του θύματος. Ήταν άστοχο να μιλάμε για το είδος της έδρας, αν η έδρα είχε πόδια ή αν ήταν περίκλειστη και θα μπορούσε να διαφύγει ένα παιδάκι 10 χρονών ενώ αντιμετώπιζε τον δάσκαλο. Αλλά δεν είχε πού να πάει. Αποδείχθηκε ότι το οικογενειακό περιβάλλον δεν μπορούσε να παράσχει στήριξη στο παιδί. Ένα οικογενειακό περιβάλλον παντελώς ακατάλληλο να στηρίξει ένα παιδί 10 ετών».
«Νομίζω ότι τα περιστατικά έλαβαν χώρα και με τις περιστάσεις που περιέγραψε η παθούσα» τόνισε ο Εισαγγελέας, ενώ αναφερόμενος στο κίνητρο επισήμανε πως «δεν πήρα πειστική απάντηση για ποιον λόγο να έρθει αυτό το παιδί και να πει αυτά που είπε. Δεν προήλθε από την ίδια η διερεύνηση της υπόθεσης, αλλά από την αδελφή της στην κοινωνική λειτουργό που ανέφερε το γεγονός και την έρευνα της Εισαγγελέως που ακολούθησε. Άρα πώς μπορεί να μιλήσει κάποιος για σκοπιμότητα της παθούσης; Αδιάσειστη η κατάθεση της κοινωνικής λειτουργού ότι δεν ήταν μεθοδευμένη η ενέργεια.
«Πρόκειται για ένα ανοσιούργημα, είναι ένα αδίκημα εκφυλιστικό της ανθρώπινης οντότητας. Δεν είπαν ούτε μια φορά ότι δεν τον έκανα, δεν αρνήθηκαν ούτε μια φορά» παρατήρησε ο Εισαγγελέας, με αφορμή τις απολογίες των κατηγορουμένων, για να προτείνει την ενοχή τους.
ΜΕΙΟΨΗΦΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
Το ΜΟΔ με κατά πλειοψηφία (6-1) έκρινε ένοχο τον συνταξιούχο δάσκαλο σύμφωνα και με το άρθρο 342 Π.Κ. για Κατάχρηση ανηλίκων (ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά) και με οριακή πλειοψηφία επίσης (4-3) έκρινε ένοχη τη μητέρα. Νωρίτερα η πολιτική αγωγή συντάχθηκε με την εισαγγελική πρόταση, ενώ η υπεράσπιση εξέφρασε την έκπληξή της για την καταδικαστική απόφαση, κάνοντας λόγο για «σαθρή κατηγορία» και «ψευδή στοιχεία». Ομόφωνα επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 8 ετών στον συνταξιούχο δάσκαλο και κατά πλειοψηφία (6-2) επιβλήθηκε κάθειρξη 8 ετών στη μητέρα. Ωστόσο οι 3 δικαστές μειοψήφησαν έναντι των 4 ενόρκων στην αναγνώριση του ελαφρυντικού του σύννομου βίου, με αποτέλεσμα να μειωθεί αισθητά η επιβληθείσα ποινή. Ομόφωνα, τέλος, το Δικαστήριο αποφάσισε η απόφαση να έχει αναστέλλουσα δύναμη, με τους δύο κατηγορούμενους να αφεθούν τελικά ελεύθεροι. Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της δίκης κατέθεσαν εκπαιδευτικοί και συγγενικά πρόσωπα.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ