Ποτέ ξανά να μην βρεθεί η χώρα στην ανάγκη να υπογράψει μνημόνια». Τα παραπάνω δήλωσε ο πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος με αφορμή την προπληρωμή της τελευταίας δόσης των οφειλών της Ελλάδας προς το ΔΝΤ.
Ο Θεσσαλός πολιτικός στη δήλωσή του επισημαίνει ότι «οι Έλληνες περάσαμε, από το 2010, μια μακρά περίοδο δοκιμασίας, κατά την οποία η οικονομία μας βρέθηκε σε παρατεταμένη και επώδυνη κρίση. Όλο αυτό το διάστημα, που μοιραία προκάλεσε αμφισβητήσεις και αναθεωρήσεις απέναντι σε επιλογές και πρόσωπα, οι δυσκολίες και τα εμπόδια ήταν πολλά, όπως και πολλοί οι συμπολίτες μας που βρέθηκαν σε δυσχερή θέση επαγγελματικά ή έμειναν άνεργοι. Χιλιάδες υπήρξαν και οι νέοι μας που κατέφυγαν στο εξωτερικό για αναζήτηση εργασίας. Ωστόσο, καταφέραμε να μείνουμε όρθιοι και, παρά τα πισωγυρίσματα που δημιουργούσαν ο λαϊκισμός και η δημαγωγία για “μαγικές λύσεις”, να αφήσουμε πίσω μας αυτόν τον “εφιάλτη”. Η πρώιμη αποπληρωμή των χρεών μας προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που ταυτίστηκε με την εποχή των μνημονίων, ενέχει πρωτίστως μια συμβολική σημασία. Σηματοδοτεί και επισήμως την έναρξη μιας νέας εποχής, που μπορούμε να οικοδομήσουμε μια ισχυρή παραγωγική δομή, χωρίς τις παθογένειες του παρελθόντος, κερδίζοντας τη θέση που μας αξίζει στην παγκοσμιοποιημένη, πλέον, οικονομία.
Δυστυχώς, εδώ και τρία χρόνια, αλλεπάλληλα εμπόδια πλανητικής διάστασης, όπως είναι η πανδημία του κορονοϊού, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η εκτόξευση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, δεν μας έχουν επιτρέψει να κάνουμε το άλμα στην οικονομία που αναμέναμε και που μπορούσαμε. Οι προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία είναι, επίσης, δυσμενείς και ακόμη δεν διαφαίνεται φως στον κοντινό ορίζοντα για τη λήξη της νέας κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, εμείς οφείλουμε, λαμβάνοντας τα κατάλληλα διδάγματα από τις διαδοχικές ατυχείς συγκυρίες να επιμείνουμε στις μεταρρυθμίσεις, που θα αναζωογονήσουν την παραγωγική μας μηχανή. Πρώτιστο βάρος οφείλουμε να δώσουμε στην πραγματική παραγωγή, είτε αφορά στον πρωτογενή είτε στον δευτερογενή τομέα της οικονομίας. Ιδιαίτερα για τη γεωργία και την κτηνοτροφία αποδείχθηκε περίτρανα η αξία τους όλο το τρέχον διάστημα. Θα ήταν ολέθριο σφάλμα αν δεν στοχεύαμε σε μια ουσιαστικότερη ενίσχυσή τους. Εξάλλου δεν είναι πια επιλογή επιθυμίας, αλλά επιβίωσης».