ο οποίος αποχώρησε από το Δικαστήριο μόλις ολοκλήρωσε την απολογία του και προτού το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας τού ανακοινώσει τη βαριά ποινή που του επέβαλε, αυτήν της κάθειρξης 15 ετών.
Ο 45χρονος ιερέας και άλλοτε εξουσιοδοτημένος για θέματα συναλλαγών από τη Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος είναι τελικά ο μοναδικός από τους τρεις, χθες, κατηγορουμένους που καταδικάστηκε για την υπεξαίρεση 3,8 εκατ. ευρώ, αλλοιώνοντας μισθολογικές καταστάσεις ιερέων στα Φάρσαλα, αφού χθες οι δύο γυναίκες συγκατηγορούμενες και πρώην εφοριακοί της ΔΟΥ Φαρσάλων κηρύχθηκαν αθώες, ενώ πρωτόδικα είχαν καταδικαστεί με κάθειρξη 12 ετών.
Πρωτόδικα ο 45χρονος ιερέας είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη, ενώ χθες μετά και την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα καταδικάστηκε με τη μέγιστη ποινή για την κατηγορία της υπεξαίρεσης του Δημοσίου, αυτήν της κάθειρξης 15 ετών. Ενώ λοιπόν με την ανακοίνωση της ποινής θα έπρεπε να συλληφθεί και να οδηγηθεί στη φυλακή για μικρό διάστημα και έως ότου αφαιρεθεί η ποινή (σ.σ. έχει ήδη εκτίσει φυλάκιση 8,5 ετών), ολοκληρώνοντας χθες την απολογία του επέλεξε να αποχωρήσει από το Δικαστήριο για να αποφύγει τη σύλληψη, πράξη που διαπιστώθηκε με την εκφώνηση των ονομάτων των κατηγορουμένων και καταγράφηκε από το Δικαστήριο.
Λόγω παραγραφής της πράξης της πλαστογραφίας έπαυσε σε βάρος τού ιερέα και η σχετική δίωξη, όπως κρίθηκε αθώος (λόγω αμφιβολιών) και για την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων, αφού μέχρι σήμερα δεν βρέθηκαν ποτέ τα 3,8 εκατ. ευρώ.
«ΧΑΟΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ»
Ο 45χρονος ιερέας κατά την απολογία του χθες παραδέχθηκε πως «έκανα λάθος που έμπλεξα, πλήρωσα το λάθος μου με 8,5 χρόνια στη φυλακή» δηλώνοντας ωστόσο ότι δεν αποκάλυψε τους ενόχους της υπεξαίρεσης, λέγοντας ότι «φοβήθηκα γιατί δεχόμουνα απειλητικά τηλεφωνήματα, ενώ έναν μήνα μετά τη φυλάκισή μου έβαλαν φωτιά στο σπίτι μου». Παραδέχθηκε ωστόσο την ενοχή του, αλλά αρνήθηκε την κατηγορία της υπεξαίρεσης των 3,8 εκατ. ευρώ, λέγοντας ότι «πήρα μόνο 80.000 με 100.000 ευρώ».
«Σήμερα διατείνεται ότι τον ενέπλεξε μια ομάδα εφοριακών από τη ΔΟΥ» τόνισε η Εισαγγελέας της έδρας «και ότι λάμβανε από φόβο «δωράκια», ενώ κατονόμασε άλλους κατηγορουμένους, όχι τους σημερινούς. Για να ενισχύσει τον ισχυρισμό του είπε ότι το σπίτι του έπεσε θύμα εμπρησμού», χωρίς να εξηγήσει περισσότερα. «Πρόκειται για μια χαοτική σκέψη» τόνισε η Εισαγγελέας, προτείνοντας την ενοχή του.
«ΑΚΡΙΒΟΤΕΡΟΙ» ΣΤΑ ΦΑΡΣΑΛΑ
Ο 45χρονος ιερέας, έχοντας εξουσιοδοτηθεί για τις συναλλαγές (σ.σ. έκδοση πράξεων, παραλαβή επιταγών, είσπραξη χρημάτων κ.λπ. μεταξύ Εφορίας και Τράπεζας), εκμεταλλεύεται την έλλειψη απευθείας διασύνδεσης των υπηρεσιών και από το 2005 έως το 2012, οπότε και συνελήφθη, αλλοιώνει πλαστογραφώντας τις μισθολογικές καταστάσεις των 45 ιερέων, που εμφανίζονται να λαμβάνουν πολύ υψηλότερες από τις πραγματικές αμοιβές.
Όταν καταργείται η διαδικασία των χειρόγραφων καταστάσεων κ.λπ. και οι αμοιβές των ιερέων καταβάλλονται απευθείας μέσω τραπεζικού λογαριασμού, σε τυχαίο έλεγχο ένας τραπεζικός υπάλληλος διαπιστώνει ότι στη Μητρόπολη Ελασσόνας με την ίδια δύναμη ιερέων, η μισθολογική δαπάνη είναι κατά πολύ μικρότερη από αυτήν της, ισοδύναμης σε ιερείς, επαρχίας των Φαρσάλων. Ο έλεγχος που ακολουθεί στη ΔΟΥ Φαρσάλων επιβεβαιώνει τις δεκάδες και επί σειρά ετών πλαστογραφημένες μισθολογικές καταστάσεις, με το συνολικό ποσό της υπεξαίρεσης σε βάρος του Δημοσίου να ξεπερνά τα 3,8 εκατ. ευρώ. Από τους έξι συνολικά κατηγορουμένους, εφοριακούς και ιερείς, οι τρεις αθωώθηκαν πρωτόδικα, ενώ σε δεύτερο βαθμό παραπέμφθηκαν χθες ο 45χρονος ιερέας και οι δύο γυναίκες εφοριακοί.
«ΠΑΡΕ ΚΑΙ ΜΗ ΜΙΛΑΣ»
Στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσαν χθες πρώην οικονομικοί επιθεωρητές, όπως και εφοριακοί συνάδελφοι των δύο γυναικών.
«Τις μισθολογικές καταστάσεις δεν τις παραποιούσαν ιερείς» τόνισε στην απολογία του ο 45χρονος ιερέας, προσθέτοντας ότι στέλεχος της Εφορίας Φαρσάλων ήταν αυτός που του έδινε σε φάκελο το μερίδιό του, λέγοντάς του «πάρε και μη μιλάς», εννοώντας ότι άλλοι εισέπρατταν τη μερίδα του λέοντος. Ενώ εξαρχής παραδέχθηκε την ενοχή του, αλλά αρνήθηκε την κατηγορία για τα 3,8 εκατ. ευρώ, λέγοντας ότι «πήρα μόνο 80.000 με 100.000 ευρώ».
«Έκανα λάθος που έμπλεξα» πρόσθεσε «πλήρωσα το λάθος μου με 8,5 χρόνια στη φυλακή. Στις 27 Ιουνίου 2012 μπήκα στη φυλακή και έναν μήνα μετά έβαλαν φωτιά στο σπίτι μου». «Εγώ έκανα τη μήνυση και έτσι ασκήθηκε δίωξη σε βάρος των εφοριακών» τόνισε, ενώ ερωτηθείς γιατί δεν κατήγγειλε την υπεξαίρεση και δεχόταν τα «δωράκια» στον φάκελο, δήλωσε πως «φοβήθηκα γιατί δεχόμουνα απειλητικά τηλεφωνήματα». Χωρίς ωστόσο να κατονομάσει ποιοι του έδιναν το φακελάκι, επαναλαμβάνοντας μόνο ότι «υπό το καθεστώς του φόβου» δεχόταν τα χρήματα.
ΑΡΝΗΘΗΚΑΝ ΤΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Οι δύο γυναίκες εφοριακοί αρνήθηκαν τις κατηγορίες, με την πρώτη να τονίζει στην απολογία της ότι «δεν είχα λόγους να πάρω χρήματα» και πως «με τους ιερείς δεν είχα καμία σχέση» και η δεύτερη να σημειώνει πως «εγώ εφάρμοσα τη διαταγή μεταφοράς της μισθοδοσίας στην τράπεζα χωρίς τη μεσολάβηση της ΔΟΥ και αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε το έναυσμα για να αποκαλυφθεί η υπόθεση». Πρόσθεσε επίσης ότι «μετά τη διαπίστωση του τραπεζικού υπαλλήλου, κάλεσα την Επιθεώρηση, έγινε ο έλεγχος και συνελήφθησαν οι ιερείς επ’ αυτοφώρω».
Για «πλείστες όσες αντιφάσεις» έκανε λόγο στην αγόρευσή της η Εισαγγελέας της έδρας, αναφερόμενη στην απολογία του κατηγορουμένου ιερέα, σημειώνοντας ότι κατέθετε τις αλλοιωμένες μισθολογικές καταστάσεις στη ΔΟΥ «χωρίς κανέναν έλεγχο». Έτσι, πρότεινε την ενοχή του για το αδίκημα της υπεξαίρεσης, σημειώνοντας τα ισχύοντα με βάση τον νέο Ποινικό Κώδικα, διευκρινίζοντας ότι έπαυσε η δίωξη λόγω παραγραφής για την πλημμεληματική πράξη της πλαστογραφίας, προτείνοντας τέλος την αθώωση του ιερέα λόγω αμφιβολιών για την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων, με δεδομένο ότι τα 3,8 εκατ. ευρώ δεν βρέθηκαν ποτέ. Για την πρώτη εφοριακό σημειώνοντας ότι «όφειλε εκ της θέσης της να κάνει ελέγχους» σημείωσε τη «βαριά αμέλεια» για την οποία «δεν υπήρξε δόλος και δεν είναι ποινικά αξιολογήσιμη» για να προτείνει την αθώωσή της. Όπως πρότεινε την αθώωση και της δεύτερης εφοριακού, σημειώνοντας ότι «εάν ήταν μπλεγμένη δεν θα καλούσε την οικονομική επιθεωρήτρια, αλλά θα προσπαθούσε να συγκαλύψει την υπόθεση».
Η απόφαση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία κρίθηκαν αθώες οι δύο εφοριακοί, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από συγγενείς και φίλους των δύο γυναικών και με δεδομένο ότι πρωτόδικα είχαν καταδικαστεί σε κάθειρξη 12 ετών. Αντιθέτως ένοχος για υπεξαίρεση κρίθηκε ο 45χρονος ιερέας, με το Δικαστήριο να επιβάλει τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή κάθειρξης των 15 ετών, με τον καταδικασθέντα, παρότι ουσιαστικά έχει εκτίσει την ποινή, να επιλέγει να αποχωρήσει από την αίθουσα πριν την έκδοση της απόφασης για να αποφύγει έτσι τη φυλάκισή του έστω και για μικρό διάστημα.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ