εικόνες φρίκης. Πόλεις ισοπεδώνονται, άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους και άνθρωποι ξεριζώνονται από τον τόπο τους, τα σπίτια τους και με μια βαλίτσα στο χέρι με τα απαραίτητα προσπαθούν να βρουν διέξοδο μακριά από τη δίνη του πολέμου μην γνωρίζοντας αν και πότε θα αντικρίσουν ξανά την πατρίδα και τους δικούς τους ανθρώπους.
Η Νατάρια, με τα 15χρονα δίδυμα αγόρια της, η Σβετλάνα και η Μιλένα με ένα κοριτσάκι μόλις 2,5 χρονών ταξίδεψαν 7 μερόνυχτα από τη Μαριούπολη για να φτάσουν στην Κουτσουπιά. Γειτόνισσες και φίλες μπήκαν στα αυτοκίνητά τους με προορισμό το άγνωστο, για να σωθούν και να σώσουν τα παιδιά τους. Άφησαν πίσω γονείς, φίλους, συγγενείς που δεν ξέρουν αν θα ξαναδούν ποτέ. Οι συνεχείς βομβαρδισμοί δεν τους έδωσαν τον απαραίτητο χρόνο να πάρουν μαζί τους πράγματα. Έφυγαν με τα απολύτως απαραίτητα και με την ελπίδα να τα καταφέρουν.
Μετά από δύο μέρες στον δρόμο κατάφεραν να βρουν τρόπο να φορτίσουν τα κινητά τους και τότε η μια από τις τρεις κοπέλες θυμήθηκε τον φίλο της και δάσκαλο από την Ελλάδα, τον κ. Ιάσονα Γιοβανόπουλο. Αμέσως μετά όλα πήραν τον δρόμο τους.
Ο δάσκαλος που για πολλά χρόνια υπηρέτησε στη Μαριούπολη από το 2013 έως το 2020, απευθύνθηκε σε έναν φίλο του στην Κουτσουπιά που χωρίς δισταγμό παραχώρησε δύο μικρά διαμερίσματα για να φιλοξενηθούν οι μητέρες και τα παιδιά από την Ουκρανία.
Μιλώντας στην «Ε» ο δάσκαλος για την περιπέτεια των 3 γυναικών και των παιδιών κάνει λόγο για μια πολύ δύσκολη κατάσταση, που απαιτεί ιδιαίτερο χειρισμό, καθώς πρόκειται για ανθρώπους τρομοκρατημένους. «Τόσο οι γυναίκες όσο και τα παιδιά είναι ακόμη σε κατάσταση σοκ. Φανταστείτε ότι άκουσαν ήχο ελικοπτέρου και άρχισαν να τρέμουν. Είναι φοβισμένες και οι ίδιες και τα παιδιά. Ακόμη δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί. Μέσα σε όλο αυτό αγωνιούν και για τους ανθρώπους που άφησαν πίσω τους. Η μία άφησε τους ηλικιωμένους γονείς της που δεν ήθελαν να φύγουν και ξέρει ότι ίσως να μη τους ξαναδεί ποτέ. Ελπίζουν ότι αυτό που ζουν είναι κάτι προσωρινό και σύντομα θα επιστρέψουν στη χώρα τους. Ξέρουν όμως πολύ καλά, ότι τα σπίτια τους μπορεί να μην υπάρχουν. Ότι όταν επιστρέψουν τίποτα δεν θα είναι ίδιο» περιγράφει.
Την ίδια ώρα ο κ. Γιοβανόπουλος, τονίζει το συγκινητικό ενδιαφέρον των κατοίκων της Κουτσουπιάς και του Κόκκινου Νερού που έσπευσαν να βοηθήσουν με τρόφιμα και ρούχα. «Από την πρώτη στιγμή έτρεξαν να βοηθήσουν ο καθένας με ό,τι μπορεί. Έγιναν μια μεγάλη αγκαλιά για αυτές τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Αποφάσισα και εγώ να μείνω καναδυό μέρες στην περιοχή για να βοηθήσω στην επικοινωνία, καθώς μιλάνε μόνο ρώσικα και να δούμε τι θα γίνει και με τα παιδιά, καθώς δεν θέλουν να χάσουν τη χρονιά τους. Επίσης είναι γενικά δύσκολα γιατί και οι ίδιες ντρέπονται, μέχρι πριν λίγες μέρες είχαν τη ζωή τους, την εργασία τους και ξαφνικά δέχονται βοήθεια για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Είναι περήφανες και δυσκολεύονται αρκετά». Δίπλα του έχει τον άνθρωπο που τους παρέχει τη στέγη, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν θέλει να φανεί το όνομά του, καθώς όπως λέει έκανε ό,τι θα έκανε όποιος είναι άνθρωπος.