των επιχειρήσεων σε μια εποχή όπου η λέξη ενέργεια κρέμεται ως μόνιμη απειλή πάνω από τα κεφάλια των επιχειρηματιών. Μοιραία εκείνοι αναζητούν διαρκώς την πιο συμφέρουσα επιλογή για να μπορούν όχι μόνο να συνεχίσουν να εμφανίζονται ανταγωνιστικοί στις αγορές, αλλά και να επιβιώσουν απλά.
Σε μια δαιδαλώδη πορεία ωστόσο παρουσιάζονται και προβλήματα που φαντάζουν δυσεπίλυτα παρά τις όποιες καλές προθέσεις υπάρχουν.
Ένα τέτοιο, και μάλιστα χαρακτηριστικό, είναι το ζήτημα της προσπάθειας για ενεργειακή αυτονομία στη Βιομηχανική Περιοχή Λάρισας. Εκεί οι επιχειρήσεις προσπαθούν να κάνουν πράξη το «NetMetering», αλλά οι συνθήκες δεν τους επιτρέπουν. Αυτό εξηγεί στην «Ε», μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος του Δ.Σ. της Ένωσης Επιχειρήσεων της ΒΙ.ΠΕ. Λάρισας κ. Ευάγγελος Γκάγκος. Τι είναι όμως το NetMetering; για να ξεκινήσουμε από τα βασικά. Αποτελεί τον συμψηφισμό παραγόμενης ‐ καταναλισκόμενης ενέργειας και επιτρέπει στον καταναλωτή να καλύψει ένα σημαντικό μέρος της ενέργειας που καταναλώνει καθημερινά. Γιατί όχι και ολόκληρη σε ορισμένες περιπτώσεις.
«Επί της ουσίας δεν ζητάμε ούτε χάρες, ούτε ειδική μεταχείριση, ούτε καμία εύνοια. Ζητάμε να μπορούμε να κάνουμε πράξη αυτό που θέλει η Πολιτεία και αυτό που επιτάσσουν οι συνθήκες, αλλά και η εποχή. Θέλουμε να παράγουμε την ενέργεια όχι για να την πουλήσουμε, αλλά για να τη χρησιμοποιήσουμε για τα εργοστάσιά μας» λέει ο κ. Γκάγκος και τονίζει πως αυτό θα γίνει μέσω των φωτοβολταϊκών.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Ποιο είναι το πρόβλημα όμως; Σύμφωνα με τον κ. Γκάγκο: «Δεν μπορούμε να παράγουμε ρεύμα για να το στείλουμε στο δίκτυο, αφού ο υποσταθμός του ΔΕΔΔΗΕ στην περιοχή θέλει επαύξηση ισχύος και δεν δέχεται άλλο ρεύμα».
Σύμφωνα με τον ίδιο ο κορεσμός επήλθε το 2018 περίπου. «Αδυνατώ να αντιληφθώ ότι το 2022 οργανωμένη Βιομηχανική Περιοχή ευρωπαϊκής χώρας δεν έχει πρόσβαση σε δίκτυο για ΝΕΤ ΜΕΤΕRING. Αυτό καθιστά τα εργοστάσια μη ανταγωνιστικά έναντι των άλλων ευρωπαϊκών κρατών» τόνισε ο κ. Γκάγκος, υπογραμμίζοντας πως υπάρχει άμεση ανάγκη επαύξησης ισχύος του δικτύου στον υποσταθμό.
Επιπλέον σημειώνει ότι: «Υπάρχουν οι επιχειρηματίες που θέλουν να παράγουν ρεύμα για να το πουλήσουν και να κερδίσουν, και καλά κάνουν. Υπάρχουν και οι άλλοι όμως, όπως δηλαδή εμείς στη ΒΙ.ΠΕ., που θέλουμε να παράγουμε ρεύμα για να είμαστε αυτόνομοι. Δεν θέλουμε να πουλήσουμε, αλλά να παράγουμε απλά αυτό που καταναλώνουμε».
Τα τελευταία χρόνια προσπαθούν για να δοθεί μια λύση, αλλά μέχρι στιγμής μετρούν μόνο υποσχέσεις. Πλέον όμως το πρόβλημα γίνεται πραγματική «θηλειά» που σύντομα μπορεί να «πνίξει» κάποιες επιχειρήσεις. «Η ακρίβεια της ενέργειας μας θερίζει. Το πρόβλημα πλέον είναι κοινωνικοοικονομικό. Ένα μέσο εργοστάσιο με μηνιαία κατανάλωση ρεύματος 15.000 ευρώ 9 μήνες πριν και τώρα 45.000 ευρώ αναγκάζεται να κλείσει μερικά τμήματά του στην προσπάθεια περιορισμού του κόστους» τονίζει με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους.
«Την ίδια ώρα μ’ αυτό το πρόβλημα είμαστε εκτός των εξαγγελιών της Κυβέρνησης για επιδότηση της βιομηχανίας μέσω αναπτυξιακού για στροφή στην πράσινη ενέργεια μέσω ΝΕΤ METERING, αδυνατούμε επίσης να πιστοποιηθούμε για το ενεργειακό αποτύπωμα της εταιρείας μας που, για να εξάγεις σε χώρες της Ευρώπης και όχι μόνο, αυτό είναι απαραίτητο. Σου ζητούν δηλαδή να παράγεις ένα ποσοστό της ενέργειας που χρειάστηκε για να παραχθεί το προϊόν».
Αυτήν τη στιγμή στη ΒΙ.ΠΕ. Λάρισας υπάρχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Η εδαφική κάλυψη είναι στο 50% κι έτσι υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξης σε μια από τις πιο οργανωμένες ΒΙ.ΠΕ. της Ελλάδας.
«Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον να επενδύσουν στη ΒΙ.ΠΕ. Λάρισας εταιρείες, καθώς την τελευταία τριετία οι πωλήσεις των οικοπέδων ξεπέρασαν τις πωλήσεις των δέκα προηγούμενων ετών, σύμφωνα με τον κ. Γκάγκο. «Όμως γιατί να έρθει ένας επενδυτής να ολοκληρώσει την επένδυση όταν γνωρίζει ότι θα έχει τέτοιου είδους πρόβλημα; Το θέμα της παραγωγής της ενέργειας για την επιχείρηση θα είναι για πάντα απαραίτητο. Δεν επιβιώνεις αν αγοράζεις ρεύμα. Το ρεύμα σου πρέπει να το παράγεις» καταλήγει, ενώ σημειώνει πως το κόστος της αναβάθμισης του σταθμού είναι κατά τη δική του εκτίμηση μικρό και διαχειρίσιμο.
ΔΕΚΑΔΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Η Βιομηχανική Περιοχή Λάρισας οριοθετήθηκε το 1977 με απόφαση των υπουργών Συντονισμού και Βιομηχανίας και Ενέργειας, μετά από εισηγητική έκθεση της Υπηρεσίας Περιφερειακής Ανάπτυξης Κεντρικής Ελλάδας, με σκοπό την ανάπτυξη της βιομηχανικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας. Η έγκριση του πρώτου ρυμοτομικού σχεδίου, με το οποίο επιτράπηκε η εγκατάσταση πάσης φύσεως βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, έγινε το 1981. Στη Βιομηχανική Περιοχή Λάρισας εδρεύουν περίπου 72 επιχειρήσεις, εκ των οποίων 52 έχουν ενεργή δραστηριότητα, 47 από τις οποίες είναι πολύ δυναμικές σύμφωνα με τον κ. Γκάγκο, ενώ αρκετές κατέχουν έκταση χωρίς να έχουν ακόμα εγκατασταθεί.
Στη ΒΙ.ΠΕ. Λάρισας, ο πρόεδρος του Δ.Σ. υπογραμμίζει πως εργάζονται περίπου 1.200 εργαζόμενοι, όμως σ’ αυτούς, αν προστεθούν οι εξωτερικοί συνεργάτες, ο αριθμός των ατόμων που περνούν καθημερινά το σημείο τότε αυτό φτάνει περί τις 2.000.
Οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στους κλάδους της μεταποίησης, ανακύκλωσης, παραγωγής τροφίμων, επεξεργασίας ξύλου, παραγωγής οικοδομικών υλικών, κλωστοϋφαντουργίας, εμπορίας – διανομής, αλλά και στον μηχανολογικό κλάδο. Ο κ. Γκάγκος τονίζει διαρκώς προς πάσα κατεύθυνση ότι οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις στη ΒΙ.ΠΕ. Λάρισας αποτελούν φωτεινό παράδειγμα επιχειρηματικότητας, καθώς οι περισσότερες πρωταγωνιστούν διεθνώς στον κλάδο τους και συνεχίζουν να στηρίζουν έμπρακτα την οικονομία της χώρας.