Δυναμικές αγροτικές κινητοποιήσεις (μπλόκα) δεν είχαμε το 2021 λόγω πανδημίας και οι όποιες αντιδράσεις περιορίστηκαν σε αγροτικά συλλαλητήρια και τοπικές συγκεντρώσεις. Ωστόσο η στασιμότητα που παρατηρείται στο ζήτημα του Αχελώου, η... μερική επιστροφή του φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο σε μία μερίδα μόνο αγροτών και οι συνεχείς αυξήσεις σε ρεύμα και λιπάσματα, ίσως αποτελέσουν τη σπίθα στη φωτιά που θέλουν να βάλουν οι αγροτοσυνδικαλιστές στα... «μπατζάκια» της Κυβέρνησης, θυμίζοντας ένδοξες εποχές του παρελθόντος.
Για το αρδευτικό ζήτημα, πλούσια είναι η δράση της Επιτροπής για τη διεκδίκηση του υδάτινου προβλήματος της Θεσσαλίας, με πρωτεργάτες Λαρισαίους γεωτεχνικούς, οι οποίοι προσπαθούν να κινητοποιήσουν τους τοπικούς φορείς και να τους πείσουν ότι η έλλειψη νερού, σε συνδυασμό με την κλιματική κρίση, αποτελεί θέμα επιβίωσης ολόκληρου του θεσσαλικού κάμπου. Στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απαντώντας στο ερώτημα που του απηύθυνε η «Ε» για τον Αχελώο, ανέφερε ότι «θα προχωρήσει το φράγμα της Μεσοχώρας ως υδροηλεκτρικό, αλλά το ζήτημα της ήπιας μεταφοράς νερού από τον Αχελώο στη Θεσσαλία είναι μία πονεμένη ιστορία κι ένα έργο, τεχνικά αλλά και συνταγματικά, εξαιρετικά δύσκολο». Στις 13 Σεπτεμβρίου ο Πρωθυπουργός επισκέφθηκε τα Φάρσαλα και ανακοίνωσε την υλοποίηση του φράγματος του Ενιπέα στην περιοχή της Σκοπιάς, ένα έργο ύψους 100 εκατ. ευρώ που θα δώσει τη δυνατότητα άρδευσης σε περίπου 100.000 στρέμματα στην περιοχή όπου γειτνιάζουν οι Περιφερειακές Ενότητες Λάρισας (Φάρσαλα), Μαγνησίας (Αλμυρός) και Φθιώτιδας (Δομοκός), αλλά και θα εμπλουτίσει τον υδροφόρο ορίζοντα.
Ανησυχητικές διαστάσεις λαμβάνει το φαινόμενο εγκατάστασης φωτοβολταϊκών πάρκων στον θεσσαλικό κάμπο, καθώς βροχή «πέφτουν» οι αιτήσεις μεγάλων εταιρειών σε Δήμους και Περιφέρεια Θεσσαλίας για την έγκριση Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ). Αντίστοιχα μεγάλο είναι το ενδιαφέρον και για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών στις βουνοκορφές της Θεσσαλίας, πάντα στο πλαίσιο αξιοποίησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Οι επενδυτές κάνουν λόγο για «φιλοπεριβαλλοντικά σχέδια που στόχο έχουν τη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων, την επίτευξη των Στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) και των εθνικών στόχων του ανανεωμένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)», ενώ προσθέτουν πως «τέτοιες επενδύσεις θα συνδράμουν στη σημαντική μείωση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2), υποχρέωση που θα είναι δεσμευτική για τη χώρα μας σε σύντομο διάστημα». Από την άλλη έντονες είναι οι αντιδράσεις οικολογικών οργανώσεων, αλλά και κτηνοτρόφων, οι οποίοι φωνάζουν ότι μειώνονται οι διαθέσιμοι βοσκότοποι, μιλούν για «απώλεια παραγωγικών χωραφιών», ενώ τονίζουν τον κίνδυνο διαφαινόμενης μετατροπής παρθένας φύσης και εκτάσεων ιδιαίτερου φυσικού κάλους σε βιομηχανική ζώνη».
Χειμερινές σπορές: Η αύξηση στα τιμολόγια ρεύματος και ιδιαίτερα η ακριβή ρήτρα αναπροσαρμογής οδήγησε πολλούς Θεσσαλούς παραγωγούς σε αναδιάρθρωση καλλιεργειών, εγκαταλείποντας υδροβόρες καλλιέργειες, όπως το βαμβάκι και αυξάνοντας τα στρέμματα με σιτάρι και ελαιοκράμβη. Μετά τις κυβερνητικές ανακοινώσεις για τις αυξήσεις στο αγροτικό ρεύμα και σε συνδυασμό με τις ολοένα αυξημένες ανατιμήσεις στα λιπάσματα, οι Θεσσαλοί αγρότες έβγαλαν τα κομπιουτεράκια και άρχισαν τους λογαριασμούς. Ακόμη και αγρότες που καλλιεργούσαν τριφύλλι, παρά την εντυπωσιακή αύξηση στην τιμή του προϊόντος -από 16-18 λεπτά σε 36-38 λ.- λόγω της αδυναμίας των κτηνοτρόφων να το προμηθευτούν μείωσαν τα καλλιεργούμενα στρέμματα. Άλλωστε το τριφύλλι χρειάζεται πότισμα ανά τέσσερις ημέρες, την κρίσιμη περίοδο του φυτρώματος, ενώ αυξήθηκαν και τα κόστη μεταφοράς (φορτηγά) στα ποιμνιοστάσια, κάτι που αυξάνει επιπλέον το κόστος παραγωγής. Οι αυξήσεις στο ρεύμα, αλλά και στο λίπασμα έφεραν προβληματισμό και στους καλλιεργητές καλαμποκιού. Έτσι το φετινό δίλημμα στις επιλογές των Θεσσαλών παραγωγών είναι σιτάρι ή ελαιοκράμβη.
Ας θυμηθούμε πώς κύλησε η απερχόμενη χρονιά στα δύο βασικά προϊόντα του κάμπου, το βαμβάκι και το σιτάρι, αλλά και στο ζωικό κεφάλαιο.
Βαμβάκι: Μία από τις καλύτερες τιμές των τελευταίων χρόνων συγκέντρωσε φέτος το βαμβάκι, καθώς η αγορά το αντάμειψε μέχρι και 77 λεπτά το κιλό. Η καθαρή τιμή του παραγωγού ήταν 72 λεπτά και σε αυτήν προστέθηκαν το μπόνους ποικιλίας 3 λεπτών και πριμ 2 λεπτών από τον Συνεταιρισμό. Το άσχημο είναι ότι φέτος λόγω λειψυδρίας δεν είχαμε τις επιθυμητές στρεμματικές αποδόσεις. Μπορεί σε κάποια χωράφια αυτές να κυμάνθηκαν στα 400 με 500 κιλά/στρ., ωστόσο η πλειοψηφία της παραγωγής κυμάνθηκε στα 350 κιλά/στρ.
Στο μεταξύ στη Λάρισα πραγματοποιήθηκε το 2ο Συνέδριο της Διεπαγγελματικής Βάμβακος, παρουσία του υπΑΑΤ Σπ. Λιβανού, ο οποίος στάθηκε ιδιαίτερα στην επένδυση που πρέπει να γίνει στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού βαμβακιού και στη δημιουργία προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αποκάλυψε μάλιστα, ως ενδεικτικό του διεθνούς ενδιαφέροντος για το ελληνικό βαμβάκι, το γεγονός ότι γνωστοί οίκοι του εξωτερικού, όπως η LACOSTE, έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για το πιστοποιημένο ελληνικό βαμβάκι, το οποίο αποτελεί το 80%-85% του συνόλου της παραγωγής της Ε.Ε.
Σιτάρι: Με μία από τις υψηλότερες τιμές πανελλαδικά, αποτυπώνοντας και το ράλι τιμών που επικράτησε στις διεθνείς αγορές, καταγράφηκε από Συνεταιρισμούς του νομού Λάρισας. Με πρωτοπόρο τον Πλατύκαμπο κι από κοντά τη Χάλκη, τη Νίκαια κι άλλους, οι παραγωγοί απόλαυσαν τιμές γύρω στα 40 λεπτά/κιλό. Βέβαια η υψηλότερη τιμή που δόθηκε σε παραγωγούς έφτασε και τα 52 λεπτά/κιλό, αν και οι περισσότεροι είχαν ήδη πουλήσει. Εξίσου ικανοποιητικές ήταν και οι στρεμματικές αποδόσεις φέτος, μέσος όρος 500-50 κιλά.
Κτηνοτρόφοι: Πανελλαδική συνάντηση 120 εκπροσώπων των τριών κλάδων (αιγοπροβατοτροφία, αγελαδοτροφία, χοιροτροφία) πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο στο Μάτι Τυρνάβου και συγκροτήθηκε 17μελή Συντονιστική Ομάδα Εργασία Κτηνοτρόφων (ΣΟΕΚ), η οποία ήδη έχει κάνει αισθητή την παρουσία της, κυρίως στο ΥΠΑΑΤ. Όσον αφορά τα οικονομικά μεγέθη, η αύξηση στην τιμή του αγελαδινού γάλακτος δεν φούσκωσε τις τσέπες των κτηνοτρόφων, αφού η αντίστοιχη αύξηση στο κόστος των ζωοτροφών ισορρόπησε την κατάσταση. Τιµές πάνω από τα 45 λεπτά το κιλό εδραιώθηκαν στην αγορά, µε τους Έλληνες αγελαδοτρόφους να πιέζουν για άµεση και γενναιόδωρη µεταβολή των συµβολαίων µε τις βιοµηχανίες, αφού στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτά έχουν µείνει αµετάβλητα εδώ κι έναν χρόνο.
Του Γιώργου Ρούστα