Μεταξύ άλλων σημειώνει: «Στον νόμο αναγνωρίζεται πως η βία και η παρενόχληση στον κόσμο της εργασίας συνιστούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παράλληλα, αποτελούν απειλή για την ισότητα ευκαιριών, ενώ είναι απαράδεκτες και ασύμβατες με την αξιοπρεπή εργασία.
Ακόμη, αναφέρεται πως η βία και η παρενόχληση στον χώρο της εργασίας επηρεάζουν την ψυχολογική, σωματική και σεξουαλική υγεία και αξιοπρέπεια του ατόμου, καθώς και το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον, παρεμποδίζουν την πρόσβαση, την παραμονή και την εξέλιξη, ιδίως των γυναικών, στην αγορά εργασίας, και ότι η έμφυλη βία και η παρενόχληση επηρεάζουν δυσανάλογα τις γυναίκες.
Είναι ιδιαίτερα σημαντική η κύρωση της Σύμβασης αυτής, καθώς επεκτείνει την προστασία σε όλους τους κλάδους της επίσημης και ανεπίσημης οικονομίας, διευρύνοντας τον ορισμό του εργασιακού χώρου. Πέρα από τους καθ’ εαυτό χώρους εργασίας, ανάπαυσης, ατομικής υγιεινής και φροντίδας, ως τέτοιοι χώροι ορίζονται και οι μετακινήσεις από και προς την εργασία, τα ταξίδια και η εκπαίδευση, όπως και οι εκδηλώσεις και οι κοινωνικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την εργασία, καθώς και η (εργασιακή) επικοινωνία μέσω τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας. Επίσης επεκτείνει την προστασία αναφορικά με συμπεριφορές όχι μόνο εργοδοτών/-τριών και συναδέλφων, αλλά και τρίτων μερών στο πλαίσιο της συνεργασίας (π.χ. πελατών).
Επιπλέον, το άρθρο 3 του νόμου, καθορίζει ως πεδίο εφαρμογής του τον ιδιωτικό τομέα εργασίας, ανεξάρτητα από το συμβατικό καθεστώς απασχόλησης, συμπεριλαμβάνοντας και όσες/-ους απασχολούνται με καθεστώς σύμβασης έργου, ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έμμισθης εντολής, όπως ακόμα και τις/τους μαθητευόμενες/-ους, ασκούμενες/-ους και εθελόντριες/-ές εργαζόμενες/-ους και όσες/-ους η σύμβαση εργασίας τους έχει λήξει, όπως και άτομα που αιτούνται εργασίας και εργαζόμενες/-ους στην άτυπη οικονομία.
Κάθε εργοδότης υποχρεούται – ανεξαρτήτως αριθμού εργαζομένων στην επιχείρησή του – να παραλαμβάνει και να διερευνά κάθε καταγγελία ή σχετική αναφορά, επιδεικνύοντας μηδενική ανοχή στη βία και την παρενόχληση, και να μην παρεμποδίζει την παραλαβή, διερεύνηση και διαχείριση των καταγγελιών ή αναφορών αυτών. Υποχρεούται να συνδράμει κάθε διοικητική ή δικαστική αρχή στη σχετική έρευνα και να παρέχει στις εργαζόμενες και στους εργαζόμενους πληροφορίες για τη σχετική νομοθεσία, τους πιθανούς κινδύνους βίας και παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο και να αναρτά στον χώρο αυτό ενημέρωση για τις υφιστάμενες σε επίπεδο επιχείρησης διαδικασίες για την καταγγελία και την αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας με τις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές.
Η Επιθεώρηση Εργασίας και ο Συνήγορος του Πολίτη ορίζονται ως οι αρμόδιες αρχές, η μεν στον ιδιωτικό ο δε στον δημόσιο τομέα, ενώπιον των οποίων μπορεί να προσφύγει κάθε πρόσωπο που θίγεται από περιστατικό βίας και παρενόχλησης σε βάρος του, που λαμβάνει χώρα στον κόσμο της εργασίας. Προβλέπεται μάλιστα η σύσταση Αυτοτελούς Τμήματος, εντός του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας για την παρακολούθηση των φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία.
ΔΩΡΕΑΝ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Οι υποστηρικτικές δομές του πανελλαδικού Δικτύου για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων παρέχουν δωρεάν συμβουλευτικές υπηρεσίες κοινωνικής, ψυχολογικής, εργασιακής και νομικής στήριξης σε γυναίκες που έχουν υποστεί βία ή παρενόχληση στον χώρο της εργασίας τους.
Το Συμβουλευτικό Κέντρο Λάρισας, ανήκει σ’ αυτό το δίκτυο, παρέχοντας τις ανωτέρω υπηρεσίες υπό τη διοίκηση και την επιστημονική εποπτεία του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ) και συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο του ΠΕΠ Θεσσαλίας 2014-2020, σε συνδυασμό με την πανελλαδικής εμβέλειας Τηλεφωνική Γραμμή SOS 15900, που προσφέρει υπηρεσίες ενημέρωσης και τηλεφωνικής συμβουλευτικής σε γυναίκες θύματα βίας (σε 24ωρη βάση, 365 ημέρες τον χρόνο), τα 44 Συμβουλευτικά Κέντρα και τους 19 ξενώνες φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών και των παιδιών τους».