δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να καταλάβει τι δουλειά κάνει ένας δημοσιογράφος. «Σκάβς;» τον ρωτούσε επίμονα μοιράζοντας απλόχερα το γέλιο. Αν πάλι παρουσιαζόταν μπροστά του ένας Σομελιέ, ο Τραμπάκουλας θα ρωτούσε για τη δουλειά του, με την ίδια αφοπλιστική ειλικρίνεια και επαρχιακή προφορά «Πίντς;» και θα ξαναμοίραζε το γέλιο στο κοινό...
Τι κάνει αλήθεια όμως ένα Σομελιέ, αναρωτήθηκε ο δημοσιογράφος, και μάλιστα σε μια πόλη όπως η Λάρισα ή γενικότερα στην ελληνική περιφέρεια.
«Σίγουρα δεν πίνει απλά» λέει με καλή αίσθηση του χιούμορ ο 29χρονος, Γιώργος Καούνας, που πέρα από την πλάκα ξεκαθάρισε πως η Λάρισα έχει πολλούς ανθρώπους που μπορούν να μιλήσουν για τα κρασιά της περιοχής. Πολύ καλύτερα από εκείνον τουλάχιστον.
Το ενδιαφέρον όμως της κουβέντας δεν είναι τα κρασιά αυτά καθαυτά. Είναι το πώς γεννιέται ένα επάγγελμα μέσα από τις ανάγκες και τη ζήτηση. Τι κρασί να πιούμε με το ψάρι; Λευκό σίγουρα, αλλά ποιο απ’ όλα; Με το χοιρινό; Σε τι θερμοκρασία; Ερωτήματα που ακούγονται σύνθετα στα οποία μπορεί απλά και ωραία να απαντήσει ένας ειδικός, απογειώνοντας το γεύμα. Ένας Σομελιέ δηλαδή...
«Ο γευσιγνώστης κρασιών εκπαιδεύεται τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Διαβάζει, δοκιμάζει, διακρίνει, ξεχωρίζει, σημειώνει, αναζητά, μυρίζει, γεύεται, συζητά, αναρωτιέται, επενδύει και εκπαιδεύεται» και ο Γιώργος το κάνει αυτό ολημερίς.
«Από την ώρα που ξυπνάω, ξεκινάω το διάβασμα και μετά φεύγω για συναντήσεις και επισκέψεις». Αυτήν την περίοδο εργάζεται μ’ ένα πολυδιάστατο ρόλο στο Οινοποιείο του Καρυπίδη, ένα από τα πιο παλιά και ποιοτικά στην ευρύτερη περιοχή. «Το θεωρώ ευλογία που είμαι στο οινοποιείο αφού αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να μάθω περισσότερα και πιο άμεσα για όλα εκείνα γύρω από τα οποία εκπαιδεύτηκα».
Από τα 18 εργάζεται στην εστίαση. Αφού περνάει απ’ όλα τα πόστα των καταστημάτων φτάνει η στιγμή που αποφασίζει να εξειδικεύσει τις γνώσεις του πάνω στα κρασιά.
«Δοκιμάζοντας καταλάβαινα πως έπιανα αρώματα και γεύσεις αλλά σε πολύ νηπιακό στάδιο. Μύριζα το ποτήρι και διαπίστωνα πως με οδηγούσε σε αναμνήσεις και βιώματα».
Αμέσως πάει σε μαθήματα τοπικού συλλόγου οινολογίας και από τότε θυμάται πως «κόλλησε» και μετάνιωσε που δεν το είχε αντιληφθεί νωρίτερα. Τανίνες, χημεία, οξύτητα, αμπελουργία, οινοποίηση ήταν λέξεις που «χόρευαν» στο μυαλό του. Γρήγορα βρίσκεται στην Αθήνα και σε Πιστοποιημένο Εκπαιδευτικό Οργανισμό (WSPC) για σπουδές στα κρασιά και τα αποστάγματα, ενώ παράλληλα παρακολουθεί και εκπαιδευτικά σεμινάρια από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο πάνω στο οινικό μάρκετινγκ.
«Τα πτυχία σου δίνουν την ικανότητα να καταλάβεις γιατί ένα κρασί έχει αυτές τις γεύσεις και τα αρώματα. Κατανοείς τους παράγοντες που συνδυάζονται για να μπορεί να βγει ένα κρασί αρωματικό, τανικό, ή με υψηλή οξύτητα. Μαθαίνεις τα βασικά που μπορεί να προσφέρει το έδαφος, το νερό, ο ήλιος».
Με την ολοκλήρωση των σπουδών βρίσκει εργασία στην Κύπρο πάνω στο αντικείμενο, κάτι που του έδωσε σημαντικά εφόδια για τη συνέχεια.
«Στην ελληνική περιφέρεια δεν μπορεί να σταθεί αποκλειστικά ο Σομελιέ ως επάγγελμα μόνο στην πρόταση κρασιών σ’ ένα κατάστημα πλην των σεζόν σε καλά τουριστικά νησιά» και εξηγεί πως εναλλακτικά αυτό γίνεται με τη δημιουργία καταλόγου σε καταστήματα, στην εκπαίδευση προσωπικού, με event αλλά και στην εκπαίδευση ως καθηγητής σε ΙΕΚ.
Στο σπίτι υπάρχουν αρκετές φιάλες. Ό,τι κρασί πίνει το σημειώνει με τα χαρακτηριστικά του. Φτιάχνει το αρχείο του.
«Νομίζουν πως είναι εύκολο επάγγελμα, όμως δεν είναι έτσι. Είναι δύσκολο αλλά και κοστοβόρο. Χρειάζεται συνέχεια να προμήθευεσε κρασιά για να μαθαίνεις πράγματα».
Δείχνουν όμως οι Λαρισαίοι ενδιαφέρον για καλό κρασί; τον ρωτάμε και νιώθει την ανάγκη να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά. «Δεν υπάρχει καλό και κακό κρασί. Είναι θέμα προτιμήσεων. Το κρασί είναι γεύσεις. Πάντα πίνουμε το κρασί που μας αρέσει. Σαφώς υπάρχει το ποιοτικό και το πιο ποιοτικό, αλλά από εκεί και πέρα είναι στη γεύση του καθενός» και προσθέτει πως το θετικό είναι πως και οι επιχειρηματίες της εστίασης δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για τα κρασιά τα τελευταία χρόνια.
Παρατηρεί πως υπάρχει μεγάλη εξωστρέφεια από τα οινοποιεία της Λάρισας. Εξηγεί πως περιμένουν να δεχθούν νέους ανθρώπους για να τους δείξουνε την ιερή διαδικασία των κρασιών. Χαίρεται όταν τον καλούν φίλοι του και ζητούν τη συμβουλή του για το τι κρασί να πιούνε.
Αν πάλι για φινάλε τον ρωτούσε ο Τραμπάκουλας «συ τι πιντς;», θα εξηγούσε πως προτιμά το ροζέ Pink Pull...