με μουστάρδα. Φάσσες με ρύζι και μανιτάρια. Μοιάζουν με φαγητά βγαλμένα από κάποιο μεσαιωνικό κάστρο, βαθιά χωμένο σε δάσος της βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Σχεδόν βασιλικά... Μα όχι, δεν χρειάζεται να πάει κάποιος στο κρατίδιο της Γερμανίας, ούτε να αλλάξει εποχή. Κάθετα της οδού Βόλου, υπάρχει ένα μικρό δρομάκι που φέρει το όνομα του πεζογράφου Στρατή Τσίρκα. Βρίσκεται σχεδόν «κρυμμένο» το μοναδικό στέκι των κυνηγών της Λάρισας. Ο Τάκης και ο Πάνος Μερεντίτης είναι δύο αδέρφια. Ο ένας κυνηγός και παράλληλα σεφ και ο άλλος ψαράς. Φίλοι τους όλοι οι κυνηγοί και οι ψαράδες της Κεντρικής Ελλάδας γι’ αυτό και πριν από χρόνια αποφάσισαν να ανοίξουν ένα κατάστημα μόνο για τα Σαββατοκύριακα. «Έτσι για να συζητάμε οι κυνηγοί και οι ψαράδες για την τρέλα μας» λένε, μα το ενδιαφέρον ήταν τόσο μεγάλο που δεν προλάβαιναν ούτε τις καθημερινές.
Εκεί έστησε «καρτέρι» η «Ε» περιμένοντας μεταξύ άλλων τους Βαγγέλη Μπαλατσό, Ηλία Αναγνώστου και Χρήστο Μανώλη, ανθρώπους από τη Ζ’ Κυνηγετική Ομοσπονδία και τον τοπικό Κυνηγετικό Σύλλογο.
«Είναι το μυστικό μας στέκι» ξεκαθαρίζουν όλοι με μια φωνή σχεδόν συνωμοτικά. Εκεί θα συναντήσεις κάποια βράδια, καθηγητές πανεπιστημίου, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Εκεί και τους αυτοδοικητικούς παράγοντες, αυτού του τόπου. Εκεί γίνονται τα καλά «τραπέζια», και μεταξύ τυρού και αχλαδιού οι σωστές κουβέντες και δημόσιες σχέσεις. Εκεί και οι συζητήσεις για το μέλλον του κλάδου.
«Μετράμε περίπου 1.700 μέλη, όμως δεν βγήκαμε αλώβητοι από την κρίση. Την περασμένη δεκαετία είχαμε περίπου 2.400» κάτι όμως που έχει πανελλήνια διάσταση αν υπολογίσουμε πως το 2010 πανελληνίως καταγράφονταν 243.000 κυνηγοί και πέρυσι φτάσαμε στους 153.000. «Δραστηριότητα πολυέξοδη. Βενζίνες, σκυλιά, όπλα, ρουχισμός. Μα το ευχάριστο είναι πως υπάρχει και νέα γενιά στην επαρχία και ειδικά στην περιοχή της Λάρισας που δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κυνήγι. Παρά τις όποιες απαγορεύσεις από τον πρώην υπουργό Φίλη για ενημερωτικές επισκέψεις στα σχολεία». Μα εκεί που πάει να «εκτροχιαστεί» η κουβέντα, φτάνει στην παρέα ο σεφ, Τάκης Μερεντίτης. Αρχίζει να μιλάει για αγριογούρουνο ρολό με φέτα, κεφαλοτύρι, ντομάτα και πιπεριές. Μπεκάτσες ψητές και φυσικά για τη σπεσιαλιτέ: τη λαγομακαρονάδα Λαρίσης...
«Ο πατέρας μας ο Τάσος Μερεντίτης είχε τα Άγραφα, από το 1976. Από το 2006 όμως εμείς τα παιδιά είπαμε να πειραματιστούμε μόνο με τους φίλους μας τους κυνηγούς». Το ονόμασαν το στέκι «Κυνηγός και φύση», από το όνομα του γνωστού περιοδικού.
«Σπάνια μπαίνει άσχετος εδώ. Κυνηγοί και ψαροντουφεκάδες κατά 99%» ξεκαθαρίζει και εξηγεί πως τα κυνήγια τα φέρνουν οι κυνηγοί κι εκείνοι τα μαγειρεύουν. Για να ακριβολογούμε όμως τα αποθεώνουν. «Έρχεται ένας με λαγούς ή γουρούνι και λέει αύριο θέλω τραπέζι για τόσα άτομα. Φέρνουν ορτύκια, φασιανούς, τσίχλες και ό,τι άλλο θέλουν και είναι της κυνηγετικής εποχής» περιγράφει. «Μα και ψάρια μεγάλα» κοντοζυγώνει και ο ψαράς της παρέας, Παναγιώτης Μερεντίτης «Τρεις μεγάλες συναγρίδες έφεραν το πρωί κάτι ψαροντουφεκάδες και ζήτησαν το βράδυ να έρθουν με τις γυναίκες τους, να τις απολαύσουν». Ωραία, πράγματα, μερακλίδικα.
Το περιβάλλον δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό από την κουλτούρα. Ζωγραφιές με πουλιά, αλεπούδες, λαγούς. Σκηνικά από κυνήγια με φόντο τα δάση.
Σαν χαλαρώσουν τα κορμιά και γύρουν οι πλάτες στις καρέκλες, αρχίζουν και οι καλές ιστορίες από το παρελθόν. «Μια φορά ήμουν στα χωριά των Γρεβενών κι ενώ είχαμε στήσει καρτέρι πέρασε...»
Λίγο η υπερβολή, λίγο το κρασί, λίγο η καλή διάθεση και οι περιγραφές δεν τελειώνουν.
Οι κυνηγοί της Λάρισας ξέρουν να σέβονται το περιβάλλον. Όπως ξέρουν να εκτιμούν το καλό φαγητό και τις ζεστές παρέες. Γι’ αυτό και το «στέκι» τους, το κρατούν μυστικό. Χρόνια τώρα...