Ο κ. Σοφουλάκης με τη «γνωμοδότησή» του, που προχθές -σύμφωνα με πληροφορίες της «Ε»- κοινοποιήθηκε σε όλες τις Εισαγγελίες της χώρας, απαντά έτσι σε δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ο οποίος αιτήθηκε τη γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου για το «αν η εκ μέρους των Οργάνων της Διοίκησης της Ελληνικής Πολιτείας, επιβολή του υποχρεωτικού εμβολιασμού και της υποχρεωτικής επίδειξης πιστοποιητικών εμβολιασμού ΣΥΝΙΣΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ (Παράνομης Βίας, Σωματικής Βλάβης, Απειλής, κατά περίπτωση και ενίοτε κατά συρροή), κατά αντικειμενική υπόσταση, ανεξαρτήτως της υποκειμενικής υποστάσεως (αν και η άγνοια νόμου δεν συγχωρείται κατά το άρθρο 31 παρ. 1 Π.Κ.)».
Η απάντηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον με δεδομένο ότι ανεμβολίαστοι εργαζόμενοι σε νοσηλευτικές μονάδες (σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων κ.λπ.), οι οποίοι δεν δέχονται τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, εξετάζουν το ενδεχόμενο να καταφύγουν στη Δικαιοσύνη προσβάλλοντας την κυβερνητική απόφαση ως προς το σκέλος της υποχρεωτικότητας, απόφαση που ως γνωστόν προβλέπει πως, όσοι δεν εμβολιαστούν θα τεθούν σε αναστολή εργασίας.
Για παράδειγμα, την αντίθεσή τους στον υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά του κορονοϊού, σημειώνουν έντονα το τελευταίο διάστημα εργαζόμενοι στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, συμμετέχοντας σε κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας που διοργανώνει η Επιτροπή Αγώνα ΠΠΓΝΛ κατά της απόφασης της Κυβέρνησης, να καταστήσει υποχρεωτικό τον εμβολιασμό των υγειονομικών.
Μάλιστα, στο πλαίσιο μιας τέτοιας συγκέντρωσης, παρευρέθηκε δικηγόρος ο οποίος μίλησε στους συγκεντρωμένους εξηγώντας τις δυνατότητες αντίδρασης των διαφωνούντων εργαζομένων με την υποχρεωτικότητα του μέτρου.
«ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ»
Ο κ. Σοφουλάκης, στο κείμενο που κοινοποιήθηκε προχθές στους Εισαγγελείς Εφετών και δι’ αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών, αρχικά διευκρινίζει πως «η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, συνίσταται στη διατύπωση της γνώμης του γενικώς και αφηρημένως ως προς την αμφιλεγόμενη έννοια διατάξεων νόμων επί ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος και πάντως επί υποθέσεων επί των οποίων επελήφθησαν οι αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές ή επί θεμάτων που απασχόλησαν ή πρόκειται να απασχολήσουν τα δικαστήρια ή τα δικαστικά συμβούλια προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους ενόψει μάλιστα των προβλεπομένων ενδίκων μέσων και βοηθημάτων».
Για να προσθέσει πως «η δε πάγια αυτή θέση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ως προς τον περιορισμό του εύρους της Γνωμοδοτικής της αρμοδιότητας», «συνδυάζεται και με την παραδοχή, ότι το αντικείμενο της Γνωμοδότησης του Ανώτατου Εισαγγελέα, πρέπει να αφορά ευρύτατες κατηγορίες προσώπων, αφού μόνον τότε πρόκειται περί νομικού ζητήματος που παρουσιάζει, γενικότερο ενδιαφέρον, για τον οποίο λόγο, και δεν υφίσταται τέτοια αρμοδιότητα επί υποβολής μεμονωμένων ερωτημάτων ιδιωτών έστω και αν αυτοί είναι επαγγελματίες νομικοί, (δικηγόροι, κ.λπ.), αναφορικά με νομικά θέματα και ζητήματα που αντιμετωπίζουν κατά την καθημερινή επαφή τους με τις δημόσιες υπηρεσίες ή γενικότερα κατά την ενάσκηση του λειτουργήματός τους, στη δεύτερη περίπτωση».
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, διευκρινίζει επίσης ότι «η έκφραση Γνώμης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επί του ανωτέρω θέματος με τη μορφή» της «Εισαγγελικής Γνωμοδότησης, δεν είναι επιτρεπτή, αφενός, διότι τίθεται από μέρους μεμονωμένου ιδιώτη (Δικηγόρου εν προκειμένω) και αφορά νομικό προβληματισμό του ιδίου, επί γενικού και αφηρημένα διατυπούμενου ερωτήματος, και, αφετέρου, για το αν πράγματι το αναφερόμενο, συνιστά ή όχι αξιόποινη συμπεριφορά, και ποίας νομοτυπικής μορφής, αποκλειστικά αρμόδιες να αποφανθούν είναι οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές που θα επιληφθούν επί τη βάσει συγκεκριμένων κατά τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία συμπεριφορών, επ’ αφορμή υποβολής μήνυσης, έγκλησης, κ.λπ.».
Ο κ. Σοφουλάκης καταλήγει ωστόσο στην ανάγκη «να υπομνησθεί συναφώς, ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει ήδη επιληφθεί επί σχετικών με το θιγόμενο ζήτημα περιπτώσεων και πριν την εφαρμογή του νεαρού νόμου 4820/23-7- 2021 (άρθρα 205-206), όπως, για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό υπαλλήλων που υπηρετούν στις Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ ), και τη διαγραφή νηπίου από δημοτικό Παιδικό Σταθμό (ΣτΕ133/2021 Ολ. και 2387/2020. αντίστοιχα), δεχόμενο, ότι ο εμβολιασμός, ως απαραίτητο μέτρο για την πρόληψη της διάδοσης και την καταπολέμηση μεταδοτικών ασθενειών, που συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, είναι συνταγματικώς ανεκτή πράξη, χάριν του δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 2387/2020, ΣτΕ 622/2021)».
Επικαλείται δε και την ευρωπαϊκή εμπειρία σημειώνοντας ότι «επιπλέον σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εκδόθηκε, η πρόσφατη από 9-4-2021 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), επί εξέτασης υπόθεσης υποχρεωτικού εμβολιασμού που εφάρμοζε η Τσεχική Δημοκρατία, αναφορικά με συγκεκριμένες 10 μολυσματικές ασθένειες, η οποία έκρινε, ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αφού δεν αποκλείει παρεμβάσεις οι οποίες συνάδουν με τις πρόνοιές του, όπως λ.χ. η προστασία της δημόσιας υγείας (παρ. 272)» καταλήγει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ