μέσα τους ως μια συνεχόμενη δυσάρεστη ανάμνηση. «Δεν θέλω να το συζητάω, δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι, γίνεται;», άλλοι το αποφεύγουν. «Έχω αλλάξει για πάντα νομίζω. Δεν ξέρω αν θα περάσει, αλλά ήμουν ένας χαρούμενος άνθρωπος και τώρα έγινα κουβάρι». Υπάρχουν κι εκείνοι που βιώνουν αρνητικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης και στη διάθεση. «Δεν βρίσκω ησυχία. Όλοι οι ήχοι νομίζω ότι είναι σεισμός», ενώ υπάρχουν κι αυτοί που έχουν υποστεί σωματικές και συναισθηματικές αλλαγές
***
Είναι περιγραφές ανθρώπων από το Δαμάσι και τα γύρω χωριά που έζησαν τον σεισμό και τους μετασεισμούς όλο αυτό το διάστημα. Καταγράφηκαν και κατηγοριοποιήθηκαν από τον Σταθμό Ψυχολογικής Υποστήριξης της ΘΕΨΥΠΑ, που λειτουργεί στον χώρο των οικίσκων. Εκεί βρέθηκε η «Ε» για να συναντήσει τις δύο ψυχολόγους που είναι από την πρώτη στιγμή κοντά στους κατοίκους, την κ. Χριστίνα Σβάρνα και την κ. Σίλια Ταμπούκα.
Στον χώρο του καταυλισμού υπό τον συντονισμό του γενικού διευθυντή της ΘΕΨΥΠΑ, κ. Γιάννη Παπαγεωργίου, υπό την καθοδήγηση του Υπουργείου Υγείας και της υφυπουργού κ. Ζωής Ράπτη και με τη συνεργασία του ψυχιάτρου, οι δύο επιστήμονες έτειναν ευήκοα ώτα στα όσα ήθελαν να πουν οι σεισμόπληκτοι.
«Οι παρεχόμενες υπηρεσίες του Σταθμού, επικεντρώθηκαν στην εκπαίδευση των πληγέντων ως προς τη διαχείριση των ψυχολογικών αντιδράσεων που έπονται του καταστροφικού συμβάντος, θωρακίζοντάς τους αποτελεσματικά και καθιστώντας τους ικανούς να αντιμετωπίσουν τις πολυδιάστατες επιπτώσεις της τραυματικής εμπειρίας» εξηγούν με την έναρξη της συζήτησης.
Ζητάμε να μάθουμε πώς το βίωσαν όλο αυτό οι άνθρωποι της περιοχής και διευκρινίζουν ότι «ο τόπος που βίωσε ο καθένας τον σεισμό, επηρέασε την ένταση των συναισθημάτων. Πιο έντονα βίωσαν τον σεισμό, τα άτομα που ήταν μέσα στα σπίτια, στα οποία άρχισαν να πέφτουν τα τείχη, να έχει παντού σκόνη, κάτι το οποίο δυσκόλεψε τη διαφυγή και τους έκανε να νιώσουν φόβο και τρόμο. Ωστόσο κοινό χαρακτηριστικό όλων των κατοίκων ήταν ο πανικός που βίωσαν για τους δικούς τους ανθρώπους», καθώς το μυαλό τους πήγαινε αυτόματα σε όσους δεν ήταν μαζί.
Πανικός, λοιπόν, ένα συναίσθημα που πηγάζει από εκείνον τον απόκοσμο βόμβο και την τρομακτική δόνηση της 3ης Μαρτίου.
Όσοι επισκέφτηκαν τον σταθμό, σύμφωνα με τις δύο επιστήμονες, δήλωσαν ότι:
* Βίωσαν έντονο άγχος, φόβο και αίσθηση της απειλής για επόμενο μεγάλο σεισμό.
* Αισθάνθηκαν φόβο κατά τη διάρκεια του σεισμού για τις ζωές των μελών της οικογένειάς τους.
* Ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως ταχυπαλμίες, εφίδρωση, αίσθημα ζάλης, πονοκεφάλους.
* Απώλεια όρεξης και μη καλή σίτιση.
* Γυναίκες ανέφεραν ότι λαμβάνουν αγχολυτική αγωγή για να μπορέσουν να διαχειριστούν το άγχος που βιώνουν και να κοιμηθούν.
* Εφηβοι δήλωσαν έλλειψη ενδιαφέροντος, διαπληκτισμούς με τα αδέρφια τους και δυσκολία να παρακολουθήσουν τα μαθήματα τηλεκπαίδευσης.
* Φόβο για επικείμενο θάνατο.
* Δυσκολία να μπουν μέσα στο σπίτι τους παρόλο που είχε χαρακτηριστεί κατοικήσιμο.
* Γυναίκες εξωτερίκευαν άγχος για τους συζυγούς τους, οι οποίοι διακατέχονται από συναισθήματα απελπισίας, καθώς λόγω ηλικίας δεν είναι πλέον σε θέση να ξεκινήσουν από την αρχή να χτίσουν ένα νέο σπίτι. Επίσης αρνούνται ή αντιστέκονται να μπουν στο σπίτι τους ώστε να πάρουν μικροαντικείμενα που χρειάζονται, κάτι το οποίο έχουν αναλάβει οι γυναίκες τους.
*Δυσκολία να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα της ζωής τους.
ΟΙ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Η συζήτηση επικεντρώθηκε σε δύο ιδιαίτερες κατηγορίες. Αυτές των παιδιών και των ηλικιωμένων.
Τα παιδιά, σύμφωνα με τις ψυχολόγους της ΘΕΨΥΠΑ, εκδήλωσαν έντονο άγχος, αναφέροντας διαταραχές ύπνου που συνεχίζονταν για περισσότερο από μερικές ημέρες, εφιάλτες, άγχος αποχωρισμού και προσκολλητική συμπεριφορά. Εκδήλωσαν φόβο να κοιμηθούν στη σκηνή, φόβο να μπουν στο σπίτι τους, παρόλο που είχε χαρακτηριστεί ως ασφαλές και κατοικήσιμο. Όλα αυτά τα παιδιά επηρεάστηκαν πιο σοβαρά από τον σεισμό λόγω της απευθείας έκθεσης στις επιπτώσεις του σεισμού, επειδή το σχολείο τους σχεδόν κατέρρευσε και τα ίδια αντίκριζαν μόνο χαλάσματα και έντονη σκόνη.
Όσον αφορά τους ηλικιωμένους εκτιμούν ότι είναι ο πληθυσμός που θα υποφέρει πιο πολύ από τον άμεσο αντίκτυπο της καταστροφής εξαιτίας της αργής γνωστικής και κινητικής δραστηριότητάς τους λόγω ηλικίας, της δυσμενέστερης οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται και της μείωσης της αισθητηριακής ικανότητας. «Όλοι σχεδόν οι ηλικιωμένοι ανέφεραν έντονο αίσθημα απελπισίας για το μέλλον, αϋπνίες, απώλεια όρεξης, καταθλιπτική διάθεση, κλάμα, δυσκολία στη συγκέντρωση, συμπτώματα τα οποία παρατηρούνται στη διαταραχή προσαρμογής, η οποία αποτελεί μία συνηθισμένη διαταραχή μετά από ένα καταστροφικό σεισμικό συμβάν, απορρέοντας από την αντίδραση του ατόμου στις αλλαγές που συμβαίνουν γύρω του» καταλήγουν οι δύο ψυχολόγοι.
Ο ρόλος τους είναι να παρέχουν ψυχολογική υποστήριξη, όμως οι ίδιες πόσο έτοιμες ήταν για ένα τέτοιο φαινόμενο; Εξηγούν πως μια τέτοια παροχή βοήθειας έχει σχέση με τις σπουδές τους, την εκπαίδευσή τους και φυσικά με την εργασιακή τους εμπειρία όλα αυτά τα έτη στη διαχείριση ψυχικών καταστάσεων σε συνθήκες με ή χωρίς κρίση. Τονίζουν πως το επιστημονικό προσωπικό της Θ.Ε.Ψ.Υ.Π.Α. ενημερώνεται, εκπαιδεύεται και εποπτεύεται σε θέματα ψυχικής υγείας σε συστηματική βάση από τον καθηγητή Ψυχιατρικής Α.Π.Θ. και ιδρυτή του φορέα, κ. Δημήτρη Κανδύλη, ενώ υπογραμμίζουν ότι στο πλαίσιο της εργασιακής τους εμπειρίας και πορείας της ΘΕΨΥΠΑ, εντάσσεται και η συμμετοχή 5 εργαζομένων από το επιστημονικό προσωπικό του Φορέα, στην τηλεφωνική Γραμμή Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης 10306, από την έναρξη λειτουργίας της, την 4η Απριλίου 2020 έως και σήμερα.