ζαχαρόπαστα σε εύφανταστα σχέδια.
Οι Λαρισαίοι το τήρησαν το έθιμο, όχι όπως τις άλλες χρονιές, αλλά όπως λέει ο πρόεδρος των Ζαχαροπλαστών της Λάρισας, κ. Δημήτρης Κελεσίδης, η κίνηση για τη βασιλόπιτα αλλά και τα άλλα παραδοσιακά γλυκά των γιορτών όπως κουραμπιέδες, μελομακάρονα και δίπλες, ήταν ικανοποιητική. «Σίγουρα δεν είναι όπως τις άλλες χρονιές. Ο κόσμος λόγω των περιορισμών ψωνίζει μικρότερες ποσότητες, για όσους είναι μέσα στο σπίτι και στοχευμένα. Κίνηση είχαμε παραμονή και ανήμερα των Χριστουγέννων και το ίδιο συμβαίνει και με την Πρωτοχρονιά.
Τα προηγούμενα χρόνια η κίνηση υπήρχε καθόλη τη διάρκεια των γιορτών, από τότε που βγάζαμε τα πρώτα μελομακάρονα. Φέτος, η πεσμένη διάθεση και ο φόβος για τον κορονοϊό κράτησε τον κόσμο κλεισμένο στο σπίτι, παρόλα αυτά υπήρξε ικανοποιητική κίνηση στα ζαχαροπλαστεία, ακόμη και αν ήταν σε χαμηλότερα επίπεδα» λέει χαρακτηριστικά.
Όσο για τις προτιμήσεις στη βασιλόπιτα, τα πρωτεία φαίνεται ότι κρατάει η κλασική λευκή, ενώ οι τιμές κυμάνθηκαν στα περσινά επίπεδα περίπου στα 14 ευρώ το κιλό.
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ
Η βασιλόπιτα κατά το ελληνικό έθιμο κόβεται σε οικογενειακή συγκέντρωση αμέσως με τον ερχομό του νέου έτους κυρίως μετά από φαγοπότι όπου και ακολουθεί χαρτοπαιξία «για το καλό του καινούριου χρόνου». Έτσι στις 00.00 ακριβώς τα μεσάνυχτα, με την αλλαγή του έτους, σβήνουν τα φώτα και μετά από ένα λεπτό ξανανάβουν ευχόμενοι και αντευχόμενοι όλοι «χρόνια πολλά» και «ευτυχισμένο το νέο έτος». Τότε βγαίνει η βασιλόπιτα στο τραπέζι, όπου ο νοικοκύρης, αφού τη σταυρώσει με το μαχαίρι τρεις φορές, αρχίζει να την κόβει σε τριγωνικά κομμάτια προσφερόμενο σε κάθε ένα παριστάμενο μέλος της οικογένειας ή φίλων και συγγενών με πρώτο κομμάτι του σπιτιού (ή του Χριστού της Παναγίας και του Άι Βασίλη), του σπιτονοικοκύρη, της σπιτονοικοκυράς και των άλλων παρισταμένων κατά τάξη συγγένειας και ηλικία με τελευταίο το κομμάτι του φτωχού ή πάλι του σπιτιού, χωρίς βέβαια να λησμονούνται τυχόν μετανάστες, ασθενείς και άλλα πρόσωπα της οικογένειας που για διάφορους λόγους δεν παρίστανται. Ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να κοπεί κομμάτι «για την εταιρία», «για το μαγαζί» κ.λπ.. Μέσα στη βασιλόπιτα, τοποθετείται ένα νόμισμα, που όποιος το βρει κατά το μοίρασμα της βασιλόπιτας θα είναι ο τυχερός της χρονιάς. Σε κάποιες αγροτικές περιοχές αντί για νόμισμα τοποθετούσαν παλαιότερα ένα κομματάκι άχυρο, κλήμα ή κλώνο ελιάς, ανάλογα με την παραγωγή της περιοχής, και όποιος το έβρισκε θα είχε καλή σοδειά κατά τη διάρκεια του χρόνου. Υπάρχει, όμως, και η χριστιανική παράδοση για το έθιμο της βασιλόπιτας. Όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν επίσκοπος Καισάρειας, ο έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε να εισπράξει φόρους με άγριες διαθέσεις. Οι κάτοικοι φοβήθηκαν και ζήτησαν την προστασία του επισκόπου τους. Αυτός τους είπε να συγκεντρώσουν ό,τι πολύτιμα αντικείμενα είχαν για να τα προσφέρουν στον έπαρχο. Ο άγιος, όμως, τον έπεισε να φύγει χωρίς να πάρει τίποτε. Ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Επειδή η επιστροφή των αντικειμένων στους κατόχους τους ήταν πρακτικά αδύνατη, με συμβουλή του αγίου ζυμώθηκαν πλακούντια (μικρές πίτες) και μέσα σ’ αυτούς τοποθετήθηκε από ένα πολύτιμο αντικείμενο. Έγινε η διανομή και, σαν από θαύμα, έτυχε στον καθένα ό,τι είχε δώσει. Από τότε, λέει η παράδοση, κάνουμε στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου πίτες με νομίσματα μέσα. Νεότερες παραλλαγές αυτής της παράδοσης από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία παρουσιάζουν τον Άγιο Βασίλειο να κερδίζει τον εισπράκτορα των φόρων σε χαρτοπαίγνιο και στη συνέχεια να γίνεται η διανομή με μικρά ψωμιά ή με μια μεγάλη πίτα.