Ο αντιλαϊκός, ταξικός του χαρακτήρας, αναδεικνύεται από το γεγονός ότι τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται κατά 3,5 δισ. (8%) σε σχέση με το 2020» τονίζει η Τομεακή Επιτροπή Λάρισας του ΚΚΕ με αφορμή την ψήφιση του νέου προϋπολογισμού.
Σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, πως «από αυτά τα 2,5 δισ. αφορούν στην αύξηση των αντιλαϊκών έμμεσων φόρων, επιδεινώνοντας περαιτέρω την αναλογία έμμεσων - άμεσων φόρων από το 54,7% των εσόδων από τους έμμεσους (2020) στο 55,8% το 2021.
Στο βάθεμα αυτού του αντιλαϊκού χαρακτήρα καθοριστική είναι και η συμβολή των μέτρων ενίσχυσης της «φορολογικής ανταγωνιστικότητας», η οποία διαμορφώνει όλο και περισσότερο συνθήκες «φορολογικού παραδείσου» για τις επενδύσεις, για τα μονοπώλια, ενώ την ίδια ώρα - ιδιαίτερα σε συνθήκες δημοσιονομικής πειθαρχίας και πρωτογενών πλεονασμάτων «μέχρι το 2060 και βλέπουμε» - μεταφέρει όλο και περισσότερο τα φορολογικά βάρη στις πλάτες του λαού.
Την ώρα που ο ΕΝΦΙΑ διατηρείται ως ο βασικός φόρος σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, και κάθε χρόνο μεσοσταθμικά αποφέρει φορολογικά έσοδα 2,6 δισ. ευρώ, το ύψος για τη βασική απαλλαγή για τη φορολογία ακινήτων που κατέχουν διάφορες επιχειρήσεις π.χ. ναυτιλιακές ή offshore, αυτές δηλαδή που κατέχουν και τα πιο ακριβά ακίνητα (σύμφωνα με τις εξαιρέσεις του άρθρου 15 του 3091/2002) σε ετήσια βάση, όπως το υπολογίζει η έκθεση φορολογικών δαπανών, ανέρχεται στα 3,6 δισ. ευρώ!
Η λογική των «στοχευμένων δαπανών», σε συνδυασμό με την αντιδραστική λογική της «επιλογής», αποτελεί τη βάση για τη συνεχή εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αναγκών, για την ανάπτυξη και τη δράση του ιδιωτικού τομέα, για την υποβάθμιση του δημόσιου τομέα, με ελλείψεις σε υποδομές, εξοπλισμό και προσωπικό, όπως δείχνει το παράδειγμα των νοσοκομείων που έκλεισαν και οι ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, για τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, με συμβασιούχους, ωρομίσθιους, επικουρικούς και πάει λέγοντας, αλλά και για τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και των επενδύσεων.
Την ίδια στιγμή αυξάνονται οι εξοπλιστικές δαπάνες κατά 400% από 500 εκατομμύρια στα 2,5 δισ. ευρώ και μάλιστα σε συνδυασμό με τα περίπου 4 δισ. που είναι η ετήσια συμμετοχή της χώρας στις ΝΑΤΟϊκές δαπάνες.
Η κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής πάει χέρι - χέρι με την κλιμάκωση του αυταρχισμού, της τρομοκρατίας και της καταστολής (εργοδοτικής στους χώρους δουλειάς, αλλά και κρατικής). Βεβαίως ούτε εδώ η κυβέρνηση πρωτοτυπεί, αλλά συμβαδίζει και αντιγράφει τα όσα συμβαίνουν στην Ε.Ε., με πολύ πρόσφατα παραδείγματα την Ιταλία και τη Γαλλία.
Η πολιτική αυτή δεν είναι μονόδρομος για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, που με τον οργανωμένο αγώνα, τη συμμαχία τους, σε σύγκρουση με το κεφάλαιο, τις κυβερνήσεις, τα κόμματά του, μπορούν να ανοίξουν τον δρόμο για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους. Απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα αναδεικνύεται η αναγκαιότητα, η ρεαλιστικότητα, αλλά και η υπεροχή του σοσιαλισμού».