οποίοι τυγχάνουν πλήρους αποζημίωσης λόγω της καταιγίδας «Ιανός», ζητά με επιστολή που απέστειλε στον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος Βασίλης Μάρκου.
Η πρόταση αυτή διχάζει τους βαμβακοπαραγωγούς. Κάποιοι εμφανίζονται επιφυλακτικοί ως προς την ανταπόκριση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης στην πρόταση των εκκοκκιστών -έστω και μέσω του de minimis, ενώ χαρακτηρίζουν “παραπλανητική» την κίνηση του προέδρου κ. Μάρκου, άλλοι, όπως ο Χρ. Σιδερόπουλος θεωρούν ότι πρέπει να υπάρξει αποζημίωση και στήριξη στο προϊόν.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΑΡΚΟΥ
Στην επιστολή του ο κ. Β. Μάρκου αναφέρει προς τον υπουργό κ. Βορίδη ότι «οι 45.000 βαμβακοπαραγωγοί στη χώρα μας ήρθαν αντιμέτωποι εφέτος με καταστροφικές καιρικές συνθήκες, με την πανδημία του Covid-19 καθώς και με πρωτόγνωρες συνθήκες εργασίας από την προμήθεια των πρώτων υλών, την καλλιέργεια, τη συγκομιδή, μέχρι και την παράδοση του προϊόντος τους, με τιμές κατώτερες του αναμενομένου, δημιουργώντας σημαντική απώλεια στο εισόδημά τους». Παραθέτοντας δε στοιχεία με τις τιμές του 2018-19 και τις φετινές, επεξηγεί γιατί πρέπει να δοθεί η έκτακτη ενίσχυση στους βαμβακάδες.
ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
Από την πλευρά του ο αγρότης-συνεταιριστής Χρ. Σιδερόπουλος συνηγορεί στην προοπτική «το αίτημα των εκκοκκιστών και παραγωγών προς τη σημερινή κυβέρνηση για άμεση στήριξη του βαμβακιού και ιδιαίτερα λόγω της πανδημίας και της χαμηλής τιμής του βαμβακιού, να γίνει πράξη, όπως άλλωστε έχει γίνει και σε άλλα προϊόντα», αναλύοντας τους λόγους που στηρίζονται στα περίεργα παιχνίδια της αγοράς. «Η βαμβακοκαλλιέργεια στη Θεσσαλία υπήρξε η κινητήριος οικονομική δύναμη την προηγούμενη 15ετία, με εμφανή τα αποτελέσματα πρώτα στην αγροτική οικονομία καθώς και στον μηχανολογικό εξοπλισμό, αλλά το κυριότερο στην εμπειρία των παραγωγών για ποιότητα και ποσότητα της παραγωγής. Τα τελευταία χρόνια ο οικονομικός απολογισμός είναι οριακά βιώσιμος με τάση προς τα κάτω. Αυτό έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με το κόστος παραγωγής( ενέργεια, φάρμακα, λιπάσματα, πετρέλαιο, εργατικό δυναμικό) και επίσης γενικά η αγροτική παραγωγή δεν έχει φορέα στήριξης (τραπεζικό σύστημα). Αυτοί θεωρώ είναι οι κυριότεροι λόγοι της απογοήτευσης των παραγωγών σ΄ αυτή την, κατά τα άλλα , δυναμική καλλιέργεια. Επισημαίνω τέλος την αδράνεια των κυβερνήσεων για καλύτερη οργάνωση και στήριξη αυτού του προϊόντος, που έδωσε το δικαίωμα στις εκκοκκιστικές μονάδες να λειτουργούν με δράσεις στήριξης των παραγωγών, αφαιρώντας τους το μεγάλο πλεονέκτημα του υγιούς ανταγωνισμού. Έχουμε έτσι φτάσει στο σημείο το 70% της παραγωγής να είναι στην αγορά με ελεγχόμενους όρους από το χωράφι μέχρι την πόρτα του εκκοκκιστηρίου. Ενώ αμέσως μετά από μπάλα και νήμα αποκτά υπεραξία, χωρίς μέρος αυτής να φτάνει στον παραγωγό».
Γ. Ρούστας