και διαπληκτισμοί. Έτσι, επήλθε χωρισμός ενώ το παιδί ήταν τεσσάρων ετών. Εκδόθηκε συναινετικό διαζύγιο και υπογράφηκε ιδιωτικό συμφωνητικό που όριζε κοινή επιμέλεια του τέκνου, δηλαδή συναπόφαση για όλα τα θέματα που το αφορούν. Όλα κύλησαν ομαλά για 3 μήνες. Σε αυτό το διάστημα, ωστόσο, αποδείχθηκε πως η πρώην σύζυγός του είχε συνάψει ερωτική σχέση με τον καλύτερό του φίλο. Αφότου επισημοποίησαν τον δεσμό τους, η πρώην σύζυγος διεκδίκησε και έλαβε δικαστικά, ως είθισται σύμφωνα με το ελληνικό νομολογιακό έθιμο, την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού, συνεπώς και το δικαίωμα να καθορίζει τον τόπο κατοικίας του.
Μετακόμισε με το παιδί και τον νέο της σύντροφο σε άλλη πόλη, παρά τις αντιρρήσεις του Γιάννη, ο οποίος έκτοτε δεν έχει δει ξανά το παιδί. Ο ίδιος εξάντλησε όλα τα ένδικα μέσα και κατοχύρωσε εκ νέου επικοινωνία με το παιδί του. Παρόλα αυτά η πρώην σύζυγός αρνείται να εφαρμόσει την απόφαση και δεν επιτρέπει οποιαδήποτε επικοινωνία ανάμεσα στον Γιάννη και το παιδί του. Ο Γιάννης έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη. Η καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων, πολλές φορές πολυετής, καθώς και το γεγονός ότι οι ποινές που επιβάλλονται δεν δρουν πάντα ανασταλτικά, δεν έχουν, επί της ουσίας, ανατρέψει την άρνηση της εφαρμογής της απόφασης επικοινωνίας του Γιάννη με το παιδί του από την πρώην σύζυγό του. Ο Γιάννης δεν έχει κατηγορηθεί, πόσο μάλλον, καταδικαστεί ως μη ικανός πατέρας. Ωστόσο, εδώ και δύο χρόνια το παιδί στερείται την παρουσία του φυσικού του πατέρα. Το μόνο που έχει απομείνει στον Γιάννη από το παιδί του είναι οι αναμνήσεις και οι φωτογραφίες των πρώτων ετών της ζωής του.
ΓΟΝΕΪΚΗ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ
Το ανωτέρω κείμενο γράφτηκε από ένα μέλος του συλλόγου «Ενεργοί Μπαμπάδες» που είναι μια ομάδα γονέων για τα δικαιώματα του παιδιού και αποτελεί αφορμή για μια συζήτηση γύρω από το ζήτημα της συνεπιμέλειας. Αναφέρεται ως πραγματικό και αποδεικνύει σύμφωνα με τα μέλη της ομάδας, ότι η θεσμοθέτηση και στην Ελλάδα υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, δηλαδή της άσκησης της επιμέλειας υποχρεωτικά από κοινού και από τους δύο γονείς (εκτός από περιπτώσεις κακοποίησης ή παραμέλησης παιδιών ή ενδοοικογενειακής βίας) αποτελεί δικαίωμα του παιδιού και θα έβαζε τέρμα σε ιστορίες σαν αυτή του Γιάννη.
Σύμφωνα με τα μέλη του ίδιου συλλόγου, η Ελλάδα αρνείται να εναρμονιστεί με τους κανόνες του Ευρωπαϊκού Δικαίου, εμμένοντας στο σύστημα της αποκλειστικής επιμέλειας των τέκνων, σε περίπτωση διαζυγίου. Εκτιμούν πως σε συντριπτικό ποσοστό το παιδί ή τα παιδιά αποξενώνονται από τον πατέρα και γι’ αυτόν τον λόγο στέκονται και αρκετά στις καταστροφικές συνέπειες της γονεϊκής αποξένωσης. Επικαλούνται μάλιστα μια μελέτη του Πανεπιστημίου Αιγαίου που αναφέρει ότι, μετά από ένα διαζύγιο, το 75% των κοριτσιών και το 50% των αγοριών χάσει ουσιαστικά την επαφή με τον ένα γονέα τους.
Αν αναλογιστούμε ότι στην Ελλάδα, κάθε χρόνο, χωρίζουν οι γονείς περίπου 16.000 ανηλίκων παιδιών, η γονεϊκή αποξένωση εξελίσσεται σε κοινωνική μάστιγα, με τα ίδια τα παιδιά να μην έχουν κανένα απολύτως μέσο προστασίας απέναντι σε φαινόμενα ψυχολογικής βίας και χειραγώγησης.
Σύμφωνα μάλιστα με την έρευνα, την οποία επικαλούνται οι «Ενεργοί Μπαμπάδες» και διενεργήθηκε εντός του 2020, η πλειοψηφία των εμπλεκόμενων παιδιών (86%) ανατρέφονταν σε καθεστώς αποκλειστικής επιμέλειας από τη μητέρα τους.
ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΕΚΔΙΚΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
«Στην περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, ένα από τα θέματα που ανακύπτουν είναι και το ζήτημα του ποιος θα είναι εκείνος που θα καθορίζει τα τρέχοντα, καθημερινά ζητήματα των τέκνων, καθώς επίσης και το ζήτημα της διαμονής τους ή με άλλα λόγια αναφύεται το θέμα της «επιμέλειας του τέκνου ή των τέκνων. Στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, πυρήνας για τον προσδιορισμό του προσώπου που θα ασκεί την επιμέλεια είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα» εξηγεί στην «Ε» ο δικηγόρος και μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας κ. Φώτης Αστερίου που δυσκολεύεται να θυμηθεί εάν έχει υπάρξει στο παρελθόν περίπτωση στην οποία μόνο του το δικαστήριο να αποφάσισε συνεπιμέλεια (πλην των περιπτώσεων που προηγήθηκε σχετικό πρακτικό συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων γονέων).
«Δυστυχώς, σε αρκετές περιπτώσεις μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, παρατηρούνται φαινόμενα εκδικητικότητας μεταξύ των πρώην συζύγων και εργαλειοποίησης από αυτούς των τέκνων τους. Στις περιπτώσεις αυτές καλούμαστε οι δικηγόροι να «ηρεμήσουμε» πρόσωπα και να εξομαλύνουμε καταστάσεις».
Τονίζει επίσης πως ήδη οι υποθέσεις του Οικογενειακού Δικαίου θα εισέρχονται πλέον στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και εκτιμά ότι αυτό θα αλλάξει το τοπίο σε μεγάλο βαθμό. Για το αν τα τελευταία χρόνια, τα θέματα διαζυγίων και επιμέλειας τέκνων τούς απασχολούν ολοένα και περισσότερο, υπογραμμίζει ότι «Η οικονομική κρίση επέδρασε ως καταλύτης φέρνοντας στην επιφάνεια προβλήματα στις σχέσεις των συζύγων, με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα διαζύγια και μοιραία να προκύψουν με ένταση τα θέματα επιμέλειας των τέκνων».
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ
Εν τω μεταξύ «φως στο τούνελ» φαίνεται να διακρίνεται από το φθινόπωρο σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Τσιάρα. Δεν πάει πολύς καιρός από τη στιγμή που προανήγγειλε νομοθετική ρύθμιση που θα διασφαλίζει τη φυσική παρουσία και των δύο διαζευγμένων γονέων στο μεγάλωμα των παιδιών τους, απαντώντας σε παρέμβαση του προέδρου της κοινοβουλευτικής επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, Μ. Χαρακόπουλου, ο οποίος έθεσε το θέμα της συνεπιμέλειας των παιδιών χωρισμένων γονιών. «Θέλουμε να αντιμετωπίσουμε προβλήματα όπως η εργαλειοποίηση των παιδιών, κατά τη διένεξη των γονέων, που αποφασίζουν να μην συνεχίσουν την κοινή ζωή τους» είπε ο κ. Τσιάρας σημειώνοντας ότι «αρχές φθινοπώρου θα είμαστε έτοιμοι να νομοθετήσουμε με γνώμονα το συμφέρον των παιδιών».
Πόσο επιβαρύνεται το παιδί όταν υπάρχουν διαφωνίες στο θέμα της επιμέλειας;
Είναι γεγονός πως όλοι όσοι διεκδικούν την επιμέλεια επικαλούνται το συμφέρον του παιδιού ή των παιδιών. Τι γίνεται όμως όταν η κατάσταση της διεκδίκησης βγαίνει εκτός ελέγχου και οι συμπεριφορές γίνονται ανάρμοστες; Πόσο επιβαρυντικό είναι αυτό για μια παιδική ψυχή. Απάντηση μας δίνει η ψυχολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης, Σοφία Παπαϊωάννου, που έλκει την καταγωγή της από τη Θεσσαλονίκη, όμως μένει στη Λάρισα. «Το διαζύγιο αποτελεί ένα ψυχοπιεστικό γεγονός για κάθε παιδί που το βιώνει. Ωστόσο, αν διαμορφωθεί ένα σταθερό και ασφαλές πλαίσιο, τα παιδιά, επειδή είναι προσαρμοστικά πλάσματα, καταφέρνουν να προσαρμοστούν σχετικά ομαλά. Η προσαρμογή γίνεται σαφώς δυσκολότερη όταν υπάρχουν διαφωνίες σε ζητήματα επιμέλειας.
Οι διαφωνίες ως κομμάτι της καθημερινότητας, αν διατυπωθούν με σαφήνεια και πλαισιωθούν από γόνιμο διάλογο που καταλήγει σε μια κοινά αποδεκτή λύση, συνιστούν σημαντικό μάθημα για την επίλυση συγκρούσεων. Στις περιπτώσεις όμως των διαζυγίων, αυτό συμβαίνει εξαιρετικά σπάνια. Το σύνηθες φαινόμενο είναι έντονες διαφωνίες μεταξύ των γονέων, απειλές που εκτοξεύονται από τον έναν στον άλλο, παιδιά στη μέση μιας διαμάχης ή αποδέκτες αρνητικών σχολίων και χαρακτηρισμών από τη μια πλευρά σε βάρος της άλλης. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η επιδείνωση των αρνητικών συναισθημάτων που τα παιδιά νιώθουν ήδη λόγω του διαζυγίου. Τα ζητήματα επιμέλειας είναι ουσιώδη για την καθημερινότητα του παιδιού και αν υπάρχουν σχετικές διαφωνίες, το άγχος, η θλίψη, οι ενοχές και ο φόβος του παιδιού αυξάνονται.
Μεγαλώνει η ανησυχία για το μέλλον και εντείνεται ο φόβος της εγκατάλειψης που υπάρχει σε πολλά παιδιά. Το αίσθημα της ευθύνης για την κατάσταση και η υπόθεση ότι από δικά τους λάθη δημιουργούνται οι εντάσεις λειτουργούν επιβαρυντικά στον ψυχισμό των παιδιών. Είναι πιθανό να εκδηλωθούν εκρήξεις θυμού, προβλήματα συμπεριφοράς και ψυχοσωματικά συμπτώματα ως απόρροια της ψυχικής αναστάτωσης που βιώνουν. Η κοινή επιμέλεια για να λειτουργήσει ουσιαστικά θα πρέπει να συνοδεύεται από επικοινωνία, στοργή και αγάπη. Αν καταφέρουν οι γονείς να νιώθει το παιδί τους ασφάλεια, προστασία και αγάπη, τότε μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης ψυχολογικών προβλημάτων. Η διατήρηση υγιούς σχέσης γονέα-παιδιού θα συμβάλει σημαντικά στην αυτοεκτίμηση του παιδιού, στη διαχείριση των αλλαγών και στην προσαρμογή του. Τέλος, η διαμόρφωση σταθερού προγράμματος, με σαφή όρια και κανόνες που τηρούνται από όλους, είναι καθοριστική για την ψυχική ισορροπία όλων των παιδιών» καταλήγει η κ. Παπαϊωάννου.