στο υψηλότερο σημείο του λόφου του Φρουρίου στη Λάρισα. Αρχαιολόγοι και συντηρητές της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας, με τα ανασκαφικά σύνεργα ανά χείρας «σκαλίζουν» το παρελθόν του και αναμένεται να φέρουν στο φως νέα στοιχεία για την ιστορία του.
Ο εργασίες ξεκίνησαν τις προηγούμενες μέρες και αποτελούν την αρχή ενός συνολικού έργου με στόχο την αποκατάσταση και επανάχρηση του μνημείου.
Σε πρώτη φάση πραγματοποιούνται εργασίες επισκευής και ανασκαφών εντός του μνημείου και στον περιβάλλοντα χώρο του, ενώ με την αποπεράτωσή τους τη σκυτάλη παίρνει ο Δήμος Λαρισαίων, που θα προχωρήσει σε εργασίες αναστήλωσης -ανακατασκευής του ιστορικού μνημείου (εμβαδού 600 m2) για την επαναλειτουργία του με εμπορικές και πολιτιστικές χρήσεις.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται η αξιοποίησή του, ώστε οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τον εσωτερικό του χώρο και να αναπτύσσουν πολιτιστικές δράσεις και όχι μόνο.
Σύμφωνα με την προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας κ. Σταυρούλα Σδρόλια, οι εργασίες της αρχαιολογικής υπηρεσίας θα διαρκέσουν ενάμιση χρόνο και αναλυτικότερα δηλώνει: «Απαιτούνται εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης του μνημείου (κτίριο διαστάσεων περ. 20 x 30 μ.) και ανασκαφικές έρευνες τόσο στον εσωτερικό χώρο του, όσο και στον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο (βόρεια, ανατολικά και κυρίως στα δυτικά του μνημείου, που θα προηγηθούν της κατασκευής των υπόγειων χώρων).
Ειδικότερα θα πραγματοποιηθούν: Εργασίες αποχωμάτωσης στον εσωτερικό χώρο του μνημείου και στον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο, σχολαστικός καθαρισμός των αρμών των επιφανειών των λιθοδομών του κελύφους και κατασκευή νέων αρμολογημάτων, κατά περιοχές, όπου διαπιστώνεται η καταστροφή των παλαιών λόγω αποσαθρώσεως σε μεγάλο βαθμό.
Τα παλαιά αρμολογήματα (όπου υπάρχουν) θα διατηρηθούν στο μέγιστο δυνατό ποσοστό τους, εφόσον βρίσκονται σε καλή ή μέτρια κατάσταση και αφενός πραγματοποιούν τη συγκράτηση των ενεμάτων κατά τη διάρκεια του έργου των δομικών ενισχύσεων, αφετέρου δε παρέχουν επαρκή μελλοντική προστασία στην τοιχοποιία του τείχους γενικότερα.
Θα γίνει αποκατάσταση όψεων, πεσσών κ.λπ. και όπου υπάρχουν κενά στη λιθοδομή τους αυτά θα συμπληρωθούν με τοπικές ανακτήσεις-συμπληρώσεις των κενών της λιθοδομής από λιθοσώματα παρόμοιων φυσικών χαρακτηριστικών με τα υπάρχοντα.
Επίσης, στερέωση της άνω επιφάνειας των τοιχοποιιών του κελύφους του κτιρίου και στεγανοποίησή τους με υδραυλικό κονίαμα, αποκατάσταση της τοιχοποιίας του κελύφους του κτιρίου με χρήση ενεμάτων, όπου απαιτείται κατά περιοχές, καθαίρεση χειρονακτικά των μεταγενέστερων τοιχοποιιών που φράζουν τις δύο εισόδους (ανατολική και δυτική) του κτιρίου, συντήρηση – στερέωση των παλαιών κονιαμάτων, επιχρισμάτων, λίθων και πλίνθων, όπου διαπιστώθηκε ότι βρίσκονται σε καλή ή μέτρια κατάσταση και αποφασίστηκε να διατηρηθούν τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές όψεις του κτιρίου.
Περιμετρικά του κελύφους του κτιρίου τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά αυτού θα πραγματοποιηθεί κατασκευή ικριωμάτων. Θα γίνουν ανασκαφικές – διερευνητικές εργασίες, στη δυτική εξωτερική πλευρά του κτιρίου που πρόκειται να γίνει το υπόγειο βοηθητικό κτίσμα σε επιφάνεια 200 μ2 και όπου αλλού θα απαιτηθεί». Ο προϋπολογισμός των παραπάνω εργασιών ανέρχεται στις 900.000 ευρώ.
Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία: «Το Μπεζεστένι (αγορά πολύτιμων ειδών) της Λάρισας, μαζί με αυτά της Θεσσαλονίκης και των Σερρών, αποτελούν τα μόνα σωζόμενα κτίρια αυτού του είδους στον ελλαδικό χώρο.
Κτίστηκε στα τέλη του 15ου αι. Πιθανώς κτίσμα του Ομέρ Μπέη, υιού του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουραχάν. Αποτελούσε το κέντρο της αγοράς και στέγαζε σημαντικές λειτουργίες του εμπορίου και της οικονομίας.
Πρόκειται για ένα μεγάλο συμπαγές κτίριο, το οποίο καλυπτόταν με έξι θόλους διατεταγμένους σε δύο σειρές. Σήμερα διατηρούνται μόνο οι κάθετοι τοίχοι του κτιρίου, καθώς η ανωδομή έχει καταπέσει».
ΛΕΝΑ ΚΙΣΣΑΒΟΥ