Χωρίς τίποτα να θυμίζει άλλες χρονιές, η γενική βουβαμάρα ήταν το χαρακτηριστικό, όπως και η αναπόληση στιγμών του παρελθόντος.
Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου αρκετοί ήταν αυτοί που βγήκαν στα μπαλκόνια τους και στις αυλές τους, άναψαν τα κεράκια τους, έψαλλαν το «Χριστός Ανέστη» κι αντάλλαξαν εκ του… μακρόθεν τις ευχές τους με τους γείτονες.
Το πρωί της Κυριακής δεν ήταν λίγοι τελικά όσοι επέλεξαν να κρατήσουν ζωντανή την παράδοση του οβελία. Στα μουλωχτά, σε κλίμα κατά κάποιον τρόπο ενοχής γι’ αυτό που κάνουν, οικογενειακά έψησαν στους κήπους τους, χάρηκαν όσο μπορούσαν την όλη διαδικασία, έφαγαν, ήπιαν και το απόγευμα οι δρόμοι κάπως ζωντάνεψαν με τους περιπατητές.
Ως «ελεύθεροι πολιορκημένοι» το μαρτύριο του εγκλεισμού συνεχίστηκε με συνέπεια και πειθαρχία. Δίχως αγκαλιές και φιλιά, δίχως τη γνωστή ελληνική φασαριόζικη Ανάσταση, δίχως πολλές βόλτες, δίχως γλέντια, δίχως τις μεγάλες παρέες, δίχως γέλια, αστεία, χορούς και τραγούδια. Δυστυχώς, αυτό δεν ήταν το Πάσχα των Ελλήνων. Ήταν κάτι που έμοιαζε με Πάσχα…
ΑΓΙΑ (Γραφείο «Ε»)
Του Νίκου Γουργιώτη