Μονάδας Λοιμωδών Νοσημάτων. Για δέκα περίπου ώρες η γενική εφημερία κινδύνευσε να τιναχθεί στον αέρα με γιατρούς και νοσηλεύτριες να τρέχουν να δώσουν δείγμα για να εξεταστούν, την ώρα που άλλοι συνάδελφοί τους στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν έκτακτα περιστατικά χωρίς να γνωρίζουν πού και με ποιον τρόπο θα χειριστούν τα ύποπτα κρούσματα!
Η αστραπιαία μετάδοση της είδησης προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, έντονες ανησυχίες στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, ιδιαίτερα μεταξύ όσων είχαν στενή σχέση με τον λοιμωξιολόγο και των άμεσων συνεργατών στη Μονάδα Λοιμωδών Νοσημάτων, παρά το γεγονός ότι στον συγκεκριμένο χώρο τηρούνται τα αυστηρότερα μέτρα προστασίας σε όλο το νοσοκομείο.
Ενδεικτικό της ανησυχίας και σε ορισμένες περιπτώσεις του πανικού ήταν η άμεση προσέλευση πολλών εργαζομένων στη Μονάδα Λοιμωδών Νοσημάτων ζητώντας από τους συναδέλφους τους να εξεταστούν δίνοντας δείγμα παρά τις σαφείς οδηγίες της λοιμωξιολόγου του ΕΟΔΥ Έλενας Μαλτέζου για συνέχιση της εργασίας και λήψη δειγμάτων μόνο απ’ όσους έχουν συμπτώματα.
Ωστόσο, για λόγους ασφαλείας η διοίκηση του νοσοκομείου αποφάσισε να προχωρήσει στη δειγματοληψία όλων των γιατρών και των νοσηλευτριών της Μονάδας Λοιμωδών Νοσημάτων, την ώρα που μέχρι το βράδυ στη Μονάδα προσέρχονταν δεκάδες γιατροί και νοσηλευτές από άλλα τμήματα ζητώντας να εξεταστούν.
Την ίδια ώρα και ενώ το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο είχε γενική εφημερία, γιατροί από το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών εξέφραζαν τόσο έντονα την ανησυχία τους για την πιθανή διασπορά της νόσου ώστε δήλωναν επιφυλακτικοί ακόμα και να… εφημερεύσουν (!) θεωρώντας ότι υπήρχε κίνδυνος τόσο για τους ίδιους όσο και για τους προσερχόμενους ασθενείς. Έξαλλη με τις επιφυλάξεις των γιατρών η διοίκηση του νοσοκομείου απείλησε ότι θα εκλάβει τις επιφυλάξεις ως άρνηση παροχής υπηρεσιών με όλες τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η άρνηση, με αποτέλεσμα οι γιατροί να συνεχίσουν την εφημερία τους.
Γιατρός μεταξύ των εφημερευόντων αλλά και στον στενό κύκλο του λοιμωξιολόγου επιβεβαίωνε χθες το γεγονός σημειώνοντας ότι «όλοι οι άνθρωποι δεν αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο», θεωρώντας φυσιολογική την ανησυχία μεταξύ των υγειονομικών, που ενώ περιμένουν το «κακό» από τους ασθενείς διαπιστώνουν ότι το πρόβλημα έρχεται από τον διπλανό τους, ιδιαίτερα όταν αυτός ο διπλανός είναι ο «πλέι μέικερ» της ομάδας που καλείται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Με τη Μονάδα Λοιμωδών Νοσημάτων να παρουσιάζει συνωστισμό από τους υγειονομικούς που έσπευσαν να ζητήσουν εξέταση, τους γιατρούς να εκφράζουν επιφυλάξεις για την εφημερία και τα ασθενοφόρα να συνεχίζουν να μεταφέρουν έκτακτα περιστατικά, η κατάσταση που διαμορφώθηκε αργά το απόγευμα και το βράδυ υπήρξε εκρηκτική θέτοντας ερωτήματα ακόμα και για τον χειρισμό κάποιων περιστατικών που χαρακτηρίστηκαν ύποπτα κρούσματα.
Μπροστά σε ένα πιθανό πρόβλημα, όπως αναφέρουν καλά πληροφορημένες πηγές, ο διοικητής του νοσοκομείου Δημήτρης Κατσικονούρης σε συνεννόηση με τη διευθύντρια του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών αποφάσισαν να ανοίξουν την ειδική πτέρυγα για τον κορονοϊό στον τέταρτο όροφο του κτιρίου για να νοσηλευτούν 7 συνολικά ύποπτα κρούσματα.
Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες χθες, καθώς η καθηγήτρια Έφη Πετεινάκη ανακοίνωσε ότι τα 20 δείγματα των γιατρών και νοσηλευτών, που αποτελούσαν το προσωπικό της Μονάδας Λοιμωδών Νοσημάτων, βρέθηκαν αρνητικά στον ιό.
«Συνεχίζουμε κανονικά την εργασία μας προσέχοντας ιδιαίτερα να μην χαλαρώσουν σε καμία περίπτωση τα μέτρα που λαμβάνουμε καθημερινά...» σημείωνε χθες μετά την εφημερία του γιατρός, σημειώνοντας πάντως ότι είναι φυσιολογική μια αυξημένη προσοχή μέχρι την επανάληψη της εξέτασης μετά από μερικές ημέρες καθώς ο χρόνος επώασης, όπως είναι γνωστό, κυμαίνεται από 5 έως 7 ημέρες. Ενώ η διευθύντρια του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών κα Γεωργία Παπαδάμου αναφερόμενη σε όσα συνέβησαν προχθές δήλωσε ότι αποτελούν την απόδειξη της έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού για τη διαχείριση κατάστασης έκτακτης ανάγκης όταν νοσήσει γιατρός πρώτης γραμμής για την αντιμετώπιση του προβλήματος προαναγγέλλοντας την έκδοση γραπτής ανακοίνωσης του συλλόγου γιατρών του ΕΣΥ τα επόμενα 24ωρα.
Από την πλευρά της, η διοίκηση χαρακτηρίζει καταρχήν θετική εξέλιξη ότι όλα τα δείγματα βρέθηκαν αρνητικά και ως εκ τούτου δεν ανιχνεύτηκε η νόσος. Εμφανίζεται κατηγορηματική με βάση και τις οδηγίες του ΕΟΔΥ για εξέταση από το προσωπικό μόνο όσων εμφανίζουν συμπτώματα της νόσου, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον γενικό πληθυσμό, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι δεν είναι δυνατό να εξεταστεί όλο το προσωπικό του νοσοκομείου.
Η ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ
Στο μεταξύ, προχθές το απόγευμα, η διοίκηση του συλλόγου εργαζομένων του νοσοκομείου μετά το πρώτο κρούσμα σε γιατρό του ΠΓΝΛ συμμετείχε σε έκτακτη σύσκεψη με τη διοίκηση του νοσοκομείου και λίγο πριν τα μεσάνυχτα σε ανακοίνωσή της διαβεβαιώνει τους συναδέλφους εργαζόμενους ότι «ακολουθήθηκαν όλα τα μέτρα που ορίζονται από τον ΕΟΔΥ και ότι θα είμαστε παρόντες και στα επόμενα βήματα».
Όπως αναφέρει στην ανακοίνωση: «Θέλοντας δε, να προλάβουμε τις όποιες ανησυχίες των συμπολιτών μας, τους λέμε ότι: Γνωρίζουμε ότι είμαστε στην πρώτη γραμμή. Γνωρίζουμε ότι θα έχουμε και συναδέλφους που θα νοσήσουν.
Με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα θα συνεχίσουμε να δίνουμε τον αγώνα μας, πάντα στο πλευρό των συμπολιτών μας, πάντα στο πλευρό αυτών που μας έχουν ανάγκη.
Κάνουμε έκκληση σε όλους τους αρμόδιους φορείς, έχοντας ήδη μιλήσει με τη διοίκηση του ΠΓΝΛ και τον δήμαρχο Λαρισαίων κ. Καλογιάννη, να μας βοηθήσουν ούτως ώστε να βρεθεί ένα ξενοδοχείο, στο οποίο θα φιλοξενούνται συνάδελφοι που χρειάζονται απομόνωση – καραντίνα. Είναι το πλέον σημαντικό για όλους εμάς. Δίνουμε και την ψυχή μας, σας παρακαλούμε όμως βοηθήστε τις οικογένειές μας.
Σας ευχαριστούμε από καρδιάς. Όλοι μαζί θα βγούμε νικητές» καταλήγει η ανακοίνωση.
Σημειώνεται ότι ο δήμαρχος Λαρισαίων κ. Απ. Καλογιάννης ερωτηθείς σχετικά επιβεβαίωσε στην «Ε» ότι ζητήθηκε από την πλευρά των εργαζομένων να βρεθεί ξενοδοχείο για τη φιλοξενία όσων υγειονομικών χρειάζονται απομόνωση – καραντίνα, συμπλήρωσε όμως ότι δεν υπάρχει επίσημο αίτημα από την πλευρά της διοίκησης του νοσοκομείου, που θα αποτελούσε τη βάση για την αναζήτηση και τη δέσμευση σε συνεργασία με τους συναρμόδιους κυβερνητικούς φορείς ενός ξενοδοχείου ειδικού σκοπού.