Ἀγαπητοί μου,
Χριστούγεννα καί καθώς οἱ καμπάνες τῶν Ναῶν μας εὐαγγελίζονται τό χαρμόσυνο μήνυμα «παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον σωτήρ» (Λουκ. β΄,1011), ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, συνεπής στήν τακτική της νά προβληματίζει γιά νά ἀφυπνίζει τόν ἄνθρωπο, παραθέτει ἕνα εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα στό ὁποῖο δέν παρουσιάζεται τόσο «ὁ τεχθείς βασιλεύς» τοῦ κόσμου ὅλου, ἀλλά κυρίως οἱ ἀναζητητές του. Ἡ περικοπή τῆς ἡμέρας στερεῖται χαρακτηριστικῶν στοιχείων τῆς δόξας τῶν Χριστουγέννων, ἀφοῦ ἀπουσιάζουν ἀπό αὐτήν οἱ ἄγγελοι, οἱ ποιμένες, τό σπήλαιο, ἡ φάτνη. Ἀντίθετα, ὑπάρχουν μέν ὁ ἀστέρας καί οἱ μάγοι, ἀλλά σέ δευτερεύουσα θέση, καθώς φαίνεται ὡς πρωταγωνιστής ὁ Ἡρώδης καί ἡ μανία του νά ἀναζητᾶ γιά νά βρεῖ «τό παιδίον». Τί θέλει λοιπόν νά μᾶς πεῖ στή μεγάλη Της ἑορτή ἡ Ἐκκλησία μας ὡς βασικό μήνυμα;
Ὅλοι μας προετοιμαζόμενοι γιά τά Χριστούγεννα, ἔχουμε ὁπωσδήποτε διαβάσει κείμενα, ὄχι μόνον Παλαιοδιαθηκικά, ἀλλά καί ἄλλων λαῶν, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν προσμονή τοῦ κόσμου γιά τόν Μεσσία. Εἶναι κοινή ἱστορική ἀνάμνηση τῆς ἀνθρωπότητας ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀποστολή Σωτῆρα καί Λυτρωτῆ. Ἀνά τούς αἰῶνες πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού πρόσεχαν μήπως στήν ἐποχή τους πραγματωθοῦν οἱ σχετικές προφητεῖες καί πάντως ὅλοι πρόσμεναν μέ διάφορα συναισθήματα τήν ὑλοποίηση αὐτῆς τῆς ὑπόσχεσης. Ἄν καί πρόσμεναν ὅμως, δέν καταλάβαιναν τί θά ἦταν αὐτός πού θα ἐρχόταν ἀπό Θεοῦ. Γι' αὐτό καί οἱ μάγοι ἀπό Ἀνατολῶν Τόν προσδιορίζουν ὡς «βασιλέα τῶν Ἰουδαίων», χωρίς ὅμως, νά παραξενεύονται ἀπό τή φτώχεια Του ὅταν Τόν συναντοῦν καί τοῦ προσφέρουν τά βασιλικά τους δῶρα, χωρίς νά ἐξετάζουν τή συνέχεια τῆς ζωῆς Του ἤ τόν τρόπο ἐκπλήρωσης τῆς ἀποστολῆς Του. Τόν ἀποδέχονται ὅπως Τόν βλέπουν, Τόν νοιώθουν χωρίς νά Τόν κατανοοῦν, τόν σέβονται, Τόν τιμοῦν, Τόν ὁμολογοῦν καί ἀποχωροῦν.
Παράλληλα μέ αὐτήν τήν ἀναζήτηση, τήν καλοπροαίρετη καί εὐλογημένη, ἐξελίσσεται ἀκόμη μία. Αὐτή τοῦ Ἡρώδη καί τῶν ὀργάνων του. Δέν ἐνεργεῖται καλοδιάθετα, οὔτε ἄδολα. Κυριαρχεῖται ἀπό τό φόβο καί τήν ἀγωνία. Τό γράφει ἀπερίφραστα τό ἱερό κείμενο: «ἀκούσας ὁ βασιλεύς Ἡρώδης ἐταράχθη καί πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ' αὐτοῦ». Μόλις ὁ Ἡρώδης ἄκουσε γιά τόν τεχθέντα βασιλέα τῶν Ἰουδαίων γέμισε ταραχή καί μαζί του ταράχθηκε ὅλη ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων γιατί γνωρίζοντας τή μοχθηρία τοῦ Ἡρώδη, κατανοοῦσαν τό τί φρικαλεότητες θά ἐπακολουθοῦσαν μέχρι ὁ Ἡρώδης νά νοιώσει ὅτι δέν ἀπειλεῖται. Κι ὅμως, ὅλη αὐτή ἡ ταραχή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας παραλογισμός. Ὁ ἑβδομηντάχρονος Ἡρώδης φοβᾶται καί τρέμει ἕνα ἀνυπεράσπιστο νήπιο, τό ὁποῖο γιά νά μπορέσει να τόν ἀπειλήσει θά πρέπει νά περάσουν χρόνια, μᾶλλον πολύ περισσότερα ἀπό τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του! Λογική ὑπάρχει μόνο στό φόβο ὅλων τῶν ὑπολοίπων, γιατί γνώριζαν ἀπό προηγούμενα περιστατικά τό σκληρό πρόσωπο τῆς ἐξουσίας τοῦ Ἡρώδη...
Κυρίαρχο πίστευμα πολλῶν εἶναι ὅτι ἡ ἐξουσία ἐξασφαλίζει ὅποιον τήν ἔχει. Ὁ ἐξουσιαστής ἐντέλλεται καί οἱ ὑπόλοιποι ὑπακούουν. Κι ὅμως, τόσο ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ὅσο καί ἡ ἱστορική ἀλήθεια, ἔρχονται νά ἐπιβεβαιώσουν ὅτι ἡ ἐξουσία ὄχι μόνο δέν ἐξασφαλίζει, ἀλλ' ἀντίθετα δημιουργεῖ ἀνασφάλειες σέ ὅποιον καί σέ ὅσο μερίδιο τήν κατέχει, ἀκριβῶς γιατί ἐλλοχεύει ὁ φόβος μήπως τήν χάσει. Αὐτό τόν ὁδηγεῖ στήν καχυποψία καί στήν ἐπιστράτευση κάθε θεμιτοῦ καί ἀθέμιτου μέσου γιά νά διασφαλίσει τήν κατοχή τῆς ἐξουσίας, γι' αὐτό καί τελικά ὅσοι τήν ἀσκοῦν εὔκολα καταντοῦν μισητοί.
Στο Εὐαγγέλιο τῆς Λειτουργίας τῶν Χριστουγέννων ὅμως, τονίζεται κάτι ἄλλο. Ὁ φόβος τοῦ Ἡρώδη δέν προβάλλεται στά πλαίσια κάποιας κοινωνιολογικῆς προσέγγισης τοῦ ἐξουσιαστικοῦ φαινομένου. Ὁ φόβος τοῦ Ἡρώδη ἀντιδιαστέλλεται πρός τήν ἐλπίδα τῶν μάγων, στό πρόσωπο τῶν ὁποίων ἀποτυπώνεται ἡ αἰώνια προσμονή τῆς ἀνθρωπότητας ὅλης. Ὁ φόβος τοῦ Ἡρώδη δέν προκαλεῖται γιατί κάποιος ἀντίπαλος ἐμφανίζεται γιά νά τοῦ πάρει τήν ἐξουσία. Ὁ Ἡρώδης φοβᾶται γιατί κατανοεῖ ὅτι αὐτό τό νεογέννητο νήπιο, περί τοῦ ὁποίου τόσα εἶχε διαβάσει στίς προφητεῖες, ἔρχεται ἀρνούμενο τήν ἐξουσία του, ἀποδομῶντας τή σπουδαιότητά της, χωρίς νά ἐπαναστατεῖ, ἁπλῶς προσανατολίζοντας τόν ἄνθρωπο πρός τόν αἰώνιο προορισμό του, ἀνανοηματοδοτῶντας τή ζωή του καί προσφέροντας τήν ἰδιότητα τοῦ πολίτη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Μετά τήν ἱστορική ἐμφάνιση αὐτοῦ τοῦ νηπίου, οἱ αὐτοκράτορες καί οἱ βασιλεῖς τοῦ κόσμου χάνουν τή «θεία ἰδιότητα» πού ἐπικαλοῦνταν γιά νά νέμονται καί νά ἐπιβάλουν ὡς «θεοί ἐπί γῆς» ἀδιατάρακτα τήν εξουσία τους. Οἱ ἄνθρωποι, ἔστω καί σέ μιά μακροπρόθεσμη προοπτική, βρίσκουν τή δύναμη νά σταθοῦν κριτικά καί ἀπέναντι στό ἐξουσιαστικό φαινόμενο σέ ὅλες του τίς διαστάσεις. Ἔχουν πλέον σπάσει τά δεσμά πού περιορίζουν τόν ἄνθρωπο στόν κόσμο αὐτό, καθώς ἡ προοπτική τῆς αἰωνιότητας στή Θεία Βασιλεία προσφέρει ἕνα νέο πρίσμα θεώρησης τῶν πάντων. Κι αὐτό ὁ «κοσμοκράτωρ τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφεσ. 6,12), δέν τό ἀνέχθηκε ποτέ. Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή εἶναι μιά προειδοποίηση ὅτι πάντα «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» (Μαρκ. 10,42), καταλαμβανόμενοι ἀπό παράλογο φόβο θά διώκουν, εἴτε ἀπροκάλυπτα, εἴτε συγκεκαλυμμένα, ὄχι πλέον τό νήπιο, ἀλλά τήν Ἐκκλησία Του!
Κι ἐμεῖς, χωρίς νά διακατεχόμαστε ἀπό φόβο ἤ μανία καταδίωξης, μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στό Θεῖο σχέδιο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί τή δική μας, πορευόμαστε στήν ἀσφάλεια τῆς Θείας μέριμνας γιά τόν καθένα μας, μέ τήν πεποίθηση ὅτι «μείζων ὀ ἐν ἡμῖν» (Α΄ Ἰω. δ΄,2). Ἡ Ἐκκλησία εἴκοσιἕναν αἰῶνες τώρα, πορεύεται, ἀκόμη καί μέσα ἀπό μανιασμένα κύμματα ἀπίστευτων κινδύνων καί ἀπειλῶν, καί ἐξέρχεται νικήτρια φθάνοντας πάντα στό λιμάνι τῆς Θείας πρόνοιας. Μέσα σέ τόσο δύσκολες ἱστορικές συγκυρίες καί περιστάσεις καιρικές, ὁ Θεός δέν μᾶς ἐγκατέλειψε ποτέ κι αὐτό εἶναι τό ἰσχυρότερο ἐμπειρικό συμπέρασμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας.
Ἡ ἀνατείλασα εὐλογία τοῦ τεχθέντος βασιλέως τῶν καρδιῶν μας, ἀενάως παροῦσα στή ζωή μας. Ἀμήν.
Μέ πατρικές εὐχές.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
†Ὁ Λαρίσης καί Τυρνάβου Ἱερώνυμος