Υπενθυμίζεται ότι ο Θεσσαλός πολιτικός είχε βρεθεί στο μοναστήρι την παραμονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου μαζί με προσκυνητές από το Μ. Ελευθεροχώρι, το Δαμάσι και τα γύρω χωριά και είχε γίνει αποδέκτης παραπόνων για την προβληματική οδική πρόσβαση σ’ αυτό. Μάλιστα, η πρώην πρόεδρος του χωριού, κ. Ευδοξία Ντούμα, του ανέφερε ότι στο παρελθόν υπήρξε ενδιαφέρον για τη διαμόρφωση του δρόμου εκ μέρους της Περιφέρειας Θεσσαλίας από την πλευρά τής τότε αντιπεριφερειάρχη κ. Ρένας Καραλαριώτου. Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είχε τότε δεσμευτεί στους προσκυνητές και στον νέο εφημέριο του Μεγ. Ελευθεροχωρίου π. Ευάγγελο Σαμαρά ότι διά του κοινοβουλευτικού ελέγχου θα αναδείξει το θέμα της πρόσβασης στη Μονή.
Στην ερώτησή του ο Μάξιμος Χαρακόπουλος σημειώνει ότι «η ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, κομμάτι της οποίας είναι και η θρησκευτική, θα πρέπει να είναι ψηλά στις προτεραιότητες της πολιτείας. Ωστόσο, συχνά διαπιστώνουμε ότι θρησκευτικοί θησαυροί ανά την επικράτεια κινδυνεύουν να χαθούν από τη φθορά του χρόνου και την έλλειψη ενδιαφέροντος για τη συντήρησή τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Ιερά Μονή της Παναγίας της Τσούμα, στο Μεγάλο Ελευθεροχώρι του νομού Λάρισας. Παρότι ταλαιπωρημένη από τις καταστροφές που υπέστη από φωτιά κατά τους βαλκανικούς αλλά και τον εμφύλιο πόλεμο τον προηγούμενο αιώνα, αποτελεί σημαντικό προσκύνημα για τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, ιδιαίτερα κατά τον Δεκαπενταύγουστο.
Εντούτοις, η έλλειψη αξιόπιστου οδικού δικτύου δυσκολεύει σημαντικά την πρόσβαση και ουσιαστικά καταργεί εκ προοιμίου κάθε προσπάθεια της Μητρόπολης Ελασσόνας και της τοπικής κοινωνίας για την ανάδειξη και την αξιοποίηση της ανωτέρω μονής. Οι δρόμοι που οδηγούν σ’ αυτήν, είτε από το Δαμάσι είτε από το Μεγάλο Ελευθεροχώρι, είναι χωματόδρομοι σε κακή κατάσταση και η πρόσβαση καθίσταται αδύνατη αν βρέξει.
Για τον λόγο αυτό καθολικό αίτημα των κατοίκων της τοπικής κοινωνίας είναι να υπάρξουν, σε πρώτη φάση, πρωτοβουλίες για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στο μοναστήρι με ασφαλτοστρωμένο δρόμο, ώστε στη συνέχεια να καταστεί δυνατή η ανάδειξη της ιστορικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής του αξίας».