Μηνυματάκια προς τους καταναλωτές- πελάτες φιγουράρουν στις εισόδους καφετεριών και κέντρων ψυχαγωγίας.
Οι περισσότεροι επιχειρηματίες του κλάδου επιλέγουν να κλείσουν τα καταστήματά τους στην πόλη τον Αύγουστο, καθώς παραδοσιακά εδώ και χρόνια, τον έχουν συνδυάσει με τον πιο κατάλληλο μήνα για διακοπές, αφού το ίδιο συνηθίζουν ή τουλάχιστον συνήθιζαν να κάνουν και οι περισσότεροι Λαρισαίοι.
Από την άλλη, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα, ότι οι ιδιοκτήτες τους πάνε διακοπές ή ότι κάνουν ένα διάλειμμα από τις υποχρεώσεις τους, καθώς ένα μεγάλο μέρος τους επιλέγει να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά το καλοκαίρι σε παραθαλάσσιες περιοχές, όπου λόγω της τουριστικής κίνησης, μεταφέρεται το επιχειρηματικό ενδιαφέρον.
Και φυσικά δεν σημαίνει ότι η Λάρισα -εκτός από τα Σαββατοκύριακα- ερημώνει ή ότι μειώνεται δραματικά η κίνηση, σε βαθμό που να μην μπορούν να συντηρηθούν αυτού του είδους τα καταστήματα.
Αντίθετα, διαπιστώνεται ότι η κίνηση στο κέντρο της διατηρείται ελάχιστα μειωμένη σε σχέση με τους προ καλοκαιριού ρυθμούς.
Το ότι η πόλη έχει απουσίες είναι φανερό: από τις άδειες θέσεις στάθμευσης των πιλοτών ή από τα συγκεντρωμένα διαφημιστικά φυλλάδια σε εισόδους σπιτιών και πολυκατοικιών.
Το ποσοστό «απουσίας» των Λαρισαίων, αυτή τη χρονική περίοδο, έρχεται σε απόλυτη συμφωνία με το αποτέλεσμα έρευνας της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας «Eurostat», που αναφέρει ότι: «Το 51% των Ελλήνων δεν έχει την οικονομική δυνατότητα για να κάνει διακοπές για μία εβδομάδα τον χρόνο».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, «οι διακοπές μιας εβδομάδας θεωρούνται είδος πολυτελείας για τους μισούς και πλέον Έλληνες. Το φαινόμενο βέβαια δεν είναι αμιγώς ελληνικό, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία αρκετοί πολίτες της Ε.Ε. δεν κατόρθωσαν να πάνε διακοπές για μία εβδομάδα.
Μεταξύ των 28 χωρών μελών της Ε.Ε., οι χώρες με το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων που δεν μπορούν να πληρώσουν για μια εβδομάδα διακοπών είναι η Ρουμανία (58,9%), η Κροατία (51,3%), η Ελλάδα (51%) και η Κύπρος (51%). Στην πέμπτη θέση βρίσκεται η Ιταλία η οποία συγκεντρώνει όμως ποσοστό κάτω του 50%, συγκεκριμένα 43,7%».
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την Εurostat, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα μεταξύ των κρατών μελών όπου το ποσοστό της αυξήθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες μέσα την τελευταία πενταετία: από 49% το 2013 σε 51% το 2018.
ΛΕΝΑ ΚΙΣΣΑΒΟΥ