Ο εν λόγω εκδότης (είχε την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας που εξέδιδε και εφημερίδα) σύμφωνα με όσα κατηγορείτο είπε σε 14 εργαζόμενους (υπάλληλους γραφείου, οδηγούς, χειριστές κλαρκ, εργάτες πρακτορείου κ.ά.) πως θα πρέπει να «μεταφέρουν» τη σύμβασή τους λόγω ενός ασυμβίβαστου της εταιρείας βάσει ψηφισθείσας εκείνη την εποχή νομικής διάταξης.
Μετέφερε τις συμβάσεις σε νεοσυσταθείσα εταιρεία λέγοντάς τους ότι θα αποτελούσε επί της ουσίας συνέχεια των προηγούμενων συμβάσεων που είχαν, διατηρώντας τους μισθούς τους και την αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης.
Όμως, όπως αποδείχθηκε, δεν είχε ψηφιστεί ποτέ κάποια τέτοια νομική διάταξη κι έτσι λίγο αργότερα που απέλυσε τους εργαζόμενους, αυτοί δεν πήραν τις αποζημιώσεις που δικαιούνταν. Κι αυτό διότι η νέα εταιρεία δεν είχε στην κυριότητά της περιουσιακά στοιχεία αξιόλογα για να είναι δυνατή η είσπραξη των απαιτήσεων των εργαζομένων μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης. Εν αντιθέσει βέβαια με την πρώτη εταιρεία που διέθετε αξιόλογη περιουσία, κινητή και ακίνητη.
Επί της ουσίας με αυτή τη μεταφορά των συμβάσεων ο εργοδότης τους γλίτωσε την καταβολή των αποζημιώσεων που σύμφωνα με όσα κατηγορείτο ανέρχονταν περίπου σε 180.000 ευρώ. Κρίθηκε ένοχος για την πράξη της απάτης για ποσό μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ και τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης 3 ετών που μετατρέπεται προς 5 ευρώ ημερησίως. Εν συνεχεία άσκησε έφεση.
Να σημειώσουμε πως πριν από ενάμιση περίπου μήνα ο ίδιος επιχειρηματίας τιμωρήθηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων με ποινή φυλάκισης 4 ετών με τριετή αναστολή και ισάριθμα χρόνια επιτήρησης για υπεξαίρεση ποσού άνω των 120.000 ευρώ.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ