Σύμφωνα με όσα ακούστηκαν στο δικαστήριο, όλα ξεκίνησαν προ πενταετίας όταν μια αλλοδαπή από χώρα της Βόρειας Ευρώπης, βρέθηκε στο εν λόγω μοναστήρι και ζήτησε να φιλοξενηθεί εκεί. Από τον πρώτο μήνα της παραμονής της έδωσε περίπου 22.000 ευρώ ως δωρεά για ένα αγροτικό μηχάνημα που χρειαζόταν οι εγκαταστάσεις. Στη συνέχεια λόγω της καλής σχέσης που είχε με την ηγουμένη ζήτησε μια εξυπηρέτηση για τη μεταφορά χρημάτων της από λογαριασμό που διατηρούσε η ίδια. Η ηγουμένη δέχθηκε και την εξυπηρετούσε σε αυτό που της ζήτησε για τα επόμενα δύο χρόνια.
Από ένα σημείο και μετά όμως, όπως ειπώθηκε στο δικαστήριο, η συμπεριφορά της φιλοξενούμενης δεν ήταν η αρμόζουσα, λόγω της χρήσης αλκοόλ και έτσι της ζητήθηκε να φύγει από τη μονή. Εκείνη έφυγε ζητώντας το υπόλοιπο των χρημάτων που υπήρχε στον λογαριασμό της. Πράγματι η ηγουμένη της έδωσε το υπόλοιπο των 18.000 ευρώ όμως από εκείνη τη στιγμή και μετά άρχισε η «περιπέτεια» που έφτασε μέχρι τις δικαστικές αίθουσες. Η φιλοξενούμενη ζητούσε και άλλα 39.000 ευρώ που ισχυριζόταν πως δεν της έδωσε ποτέ η ηγουμένη ενώ ήταν δικά της χρήματα. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποδείχθηκε στο δικαστήριο αλλά το αντίθετο. Η ηγουμένη της τα έδινε λίγα – λίγα σε βάθος δύο ετών, όπως η φιλοξενούμενη επιθυμούσε. Της έκανε δηλαδή την εξυπηρέτηση εις γνώση της μονής και βρέθηκε… μπλεγμένη.
Ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες. Μεταξύ αυτών η οικονόμος της Μονής που εξήγησε αναλυτικά τι είχε συμβεί για να μπορέσει το δικαστήριο να διαμορφώσει άποψη. Αξίζει να τονιστεί πως πρόσφατα είχε εκδικαστεί και αγωγή (φιλοξενούμενης εναντίον της ηγουμένης) η οποία απορρίφθηκε. Το αντιφατικό στην υπόθεση είναι πως στην αγωγή ζητούσε ακύρωση δωρεάς ολόκληρου του ποσού (τα 22.000 για το μηχάνημα, τα 18.000 που της επεστράφησαν και τα 39.000 που ισχυρίζεται πως δεν έλαβε) ενώ στο ποινικό δικαστήριο (το οποίο έγινε μετά από πολλές αναβολές λόγω απουσίας της μηνύτριας) εμφάνιζε πως υπήρχε ως δωρεά μόνο το πρώτο ποσό.
Οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείτο η ηγουμένη ήταν υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συκοφαντική δυσφήμιση, ενώ η μοναχή κατηγορείτο για απειλή και σωματική βλάβη. Και οι δύο αθωώθηκαν με τις μοναχές να λένε χαρούμενες έξω από το δικαστήριο «Δόξα σοι ο θεός».
*Ένα ερώτημα που εξέφραζαν διαρκώς προς πάσα κατεύθυνση (αλλά δίχως να μπορούν να πάρουν απάντηση) οι άνθρωποι της μονής ήταν πώς θα μπορέσει να ανατραπεί η κατάσταση που δημιουργήθηκε από τη φήμη, εφόσον τίποτα απ’ όλα αυτά εν τέλει αποδείχθηκε πως δεν ήταν αλήθεια. Κι αυτό διότι, όπως έλεγαν, το μοναστήρι δυσφημίστηκε όλα αυτά τα χρόνια μέσω διαδικτύου με αυτήν την ιστορία.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ