Δεν έγινε ούτε γιατί οι δύο κυβερνήσεις έγιναν προδοτικές και αποφάσισαν να ξεπουλήσουν τα «εθνικά» τους δίκαια, όπως διατυμπανίζουν οι εθνικιστικές και πατριδοκάπηλες φωνές και από τις δύο πλευρές των συνόρων.
Η συμφωνία έγινε γιατί υπηρετεί τα επικίνδυνα σχέδια των ΗΠΑ - ΕΕ για την άμεση ένταξη της (ΠΓΔΜ) στο ΝΑΤΟ και συνολικά την ευρωνατοική ολοκλήρωση των Βαλκανίων. Σε αυτά τα πλαίσια εξυπηρετεί και τις επιδιώξεις της ελληνικής άρχουσας τάξης για την αναβάθμιση του οικονομικού και γεωπολιτικού της ρόλου στην ευρύτερη περιοχή. Έγινε για να ανακοπεί και εκμηδενιστεί η όποια ρωσική επιρροή στην περιοχή, ν’ αλλάξουν οι συσχετισμοί στον μεταξύ τους ανταγωνισμό και να αποκτήσουν οι αμερικανο-νατοϊκοί ισχυρότερα ερείσματα και βάσεις για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου καθώς και της ανατολικής Ευρώπης.
Οι κυβερνήσεις των δύο χωρών προχώρησαν στη συμφωνία γιατί θεωρούν ότι, υπό τη ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα, μπορούν να κατοχυρώσουν (ΠΓΔΜ) ή να αναβαθμίσουν (Ελλάδα) τη θέση και τον ρόλο τους. Ειδικά η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας κάνει τη στρατηγική επιλογή πρόσδεσης στον άξονα ΗΠΑ-ΕΕ-Ισραήλ, φιλοδοξεί να παίξει τον ρόλο τοποτηρητή του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή.
Και στις δύο χώρες, για να περάσει η συμφωνία, στα μεν κοινοβούλια επιστρατεύτηκαν οι γνωστές άθλιες πρακτικές συναλλαγών, αποσκιρτήσεων, μεταγραφών, στις δε κοινωνίες τέθηκαν με τον πιο χυδαίο τρόπο κάθε είδους εκβιαστικά διλήμματα.
Απέναντι στην κριτική που δέχεται από τ' αριστερά, η κυβερνητική προπαγάνδα υπονοεί ή και διατυπώνει ανοιχτά το επιχείρημα ότι, στον βαθμό που η Συμφωνία των Πρεσπών περιέχει και σωστά πράγματα (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, μέτρα για εξάλειψη του αλυτρωτισμού), οφείλει να υποστηριχθεί έστω και αν την επέβαλαν οι αμερικανονατοϊκοί.
Η Συμφωνία των Πρεσπών πάει χέρι-χέρι με την επέκταση του ΝΑΤΟ και των βάσεων στην Ελλάδα. Τα πυρηνικά σε Σούδα και Άραξο, οι νέες βάσεις σε Λάρισα, Στεφανοβίκειο κ.λπ., αυξάνουν τις πιθανότητες να γίνει και η χώρα μας στόχος πολεμικών επιχειρήσεων.
Είμαστε ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών γιατί οποιαδήποτε συμφωνία με τη γειτονική χώρα, με ή χωρίς τη λέξη Μακεδονία, εφόσον έχει ως ζητούμενο και αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη εξάρτηση των δύο χωρών από το ΝΑΤΟ, μπορεί να αξιοποιηθεί για ανακατατάξεις συνόρων».