Το σημείο «κλειδί» ήταν το γεγονός πως του αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό και έτσι η ποινή από τα δέκα έτη κάθειρξης του πρώτου δικαστηρίου μειώθηκε.
Κι αν τα δάκρυα μετά την ετυμηγορία ήταν χαράς καθώς προέρχονταν από συγγενικά πρόσωπα του κατηγορουμένου (ο οποίος δεν παρέστη αλλά εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο), κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας η συγκινησιακή φόρτιση ήταν επίσης έντονη και προερχόταν από την ενήλικη πλέον κοπέλα που κατέθετε για την περιπέτειά της ενώπιον δικαστών, τακτικών και ενόρκων.
Όλα -σύμφωνα με την ίδια- ξεκίνησαν όταν ήταν μόλις 13 ετών. Με τον ηλικιωμένο έμεναν στην ίδια πολυκατοικία στη Λάρισα. Πολύ συχνά, τόνισε πως τη συναντούσε όταν επέστρεφε από το σχολείο και ανέβαιναν μαζί στο ασανσέρ. Εκεί σύμφωνα με την κατάθεσή της ο ηλικιωμένος τη φιλούσε, την άγγιζε σε ευαίσθητα σημεία ενώ κάποια στιγμή οδήγησε το χέρι της σε δικά του «ιδιαίτερα» σημεία. Εκείνη ένιωθε εγκλωβισμένη, λόγω του νεαρού της ηλικίας και δεν μπορούσε να αντιδράσει, όπως είπε. Κάποια στιγμή μάλιστα ανέφερε πως αυτοτραυματίστηκε ενώ όταν το παρατήρησε η μητέρα της αιτιολόγησε την πράξη της, ως αντίδραση λόγω «χωρισμού με συμμαθητή» της.
«Κάθε φορά που με ακουμπούσε ένιωθα αηδία. Πήγαινα και πλενόμουν». Σε ερώτηση γιατί δεν μίλησε σε κάποιον δικό της είπε πως φοβόταν τις αντιδράσεις εκατέρωθεν, ενώ για το πώς είναι σήμερα, διευκρίνισε ότι «δεν είναι εύκολο να το ξεπεράσω. Δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια».
Σ’ αυτό το σημείο μάλιστα η πρόεδρος τόνισε πως «είναι ιδιάζουσα η ψυχολογία των παιδιών», ότι «οι γονείς τα μαθαίνουν τελευταίοι» και πως «στην Ελλάδα παλιότερα πάντα το παιδί έφταιγε».
Κάποια στιγμή, όπως αποδείχθηκε από τη διαδικασία, βρέθηκε ένα σημείωμα στα πράγματά της που προερχόταν από τον κατηγορούμενο. Τότε η μητέρα της αντιλήφθηκε πως κάτι τρέχει. «Νωρίτερα έβρισκα και περίεργα αποκόμματα περιοδικών στην τσέπη της που της τα έδινε εκείνος», κατέθεσε η μητέρα του κοριτσιού. Στάθηκε στις αλλαγές της συμπεριφοράς της «άρχισε να φοβάται να μένει μόνη της στο σπίτι. Έκλαιγε. Βάλαμε πόρτα ασφαλείας».
Από την πλευρά του, ο πατέρας της ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «είχε αλλάξει η συμπεριφορά της τελείως» και πως αργότερα έμαθε «όλα όσα συνέβησαν».
Η σύζυγος του κατηγορούμενου κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της ξεκαθάρισε πως στέκεται στο πλευρό του συζύγου της και τον χαρακτήρισε ως καλοσυνάτο και ευγενικό.
Μάρτυρας – γείτονας είπε από την πλευρά του πως ο κατηγορούμενος συνήθιζε να δίνει σημειώματα «ακόμα και στα παιδιά μου, χωρίς όμως κάτι το ανησυχητικό», ενώ αυτήν την τακτική του, επιβεβαίωσαν και πρώην συνάδελφοί του.
Ο συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος κρίθηκε ένοχος για δύο πράξεις. Για αποπλάνηση ανηλίκου νεότερου των 15 ετών που συμπλήρωσε τα 12 αλλά όχι τα 14 και παράνομη κατακράτηση. Το δικαστήριο δεν έκανε δεκτή την αθωωτική πρόταση του εισαγγελέα περί παράνομης κατακράτησης αλλά ούτε και εκείνη περί μετατροπής της αποπλάνησης σε προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, κάτι που θα σήμαινε και παύση ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής.
Του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου καθώς η υπεράσπιση απέδειξε την έντονη και φιλάνθρωπο κοινωνική προσφορά του κατηγορούμενου επί σειρά ετών.
Του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης 4 ετών και 4 μηνών με αναστολή και περιοριστικούς όρους. Ο ένας εξ αυτών του επιβάλλει να δωρίσει το ποσό της εγγυοδοσίας στην Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων και ο άλλος του απαγορεύει να πλησιάσει το κορίτσι αλλά και την οικογένειά της.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ