Στο μπαρ: Κουκλίτσα τι ζημιά κάναμε; «Από 2 ποτά έχετε, δηλαδή 42 ευρώ» - κράτα πενήντα και είμαστε πένα
Στον ντελιβερά: Πόσο θέλεις φίλε; «26 ευρώ κύριε δύο πίτσες και σαλάτα» - Πάρε και τέσσερα για τον κόπο σου και είσαι ωραίος.
Διάλογοι που με την υπάρχουσα κατάσταση φαντάζουν τόσο μακρινοί. Πουρμπουάρ. Γεννήθηκε από τις γαλλικές λέξεις pour και boire που κατά κυριολεξία σημαίνουν: «Για να πιεις» και γνώρισε καλές εποχές στην Ελλάδα καθώς βασίστηκε στο φιλότιμο αυτού του ταλαιπωρημένου λαού. Όταν μάλιστα ήρθαν και τα χρόνια της ευμάρειας, απλά εκτοξεύτηκε. Τι γίνεται όμως σήμερα; Σε τι βαθμό συνεχίζουν να δίνουν οι πολίτες «κάτι παραπάνω» για τον άνθρωπο που τους εξυπηρετεί σε κάθε στιγμή της καθημερινότητάς τους. Ποιοι, πώς, πότε δίνουν «το κάτι τις»;
Ο Βασίλης Γιάγκος βρίσκεται πολλά χρόνια στην «πιάτσα» της Λάρισας. Έχοντας δουλέψει σε πολλά νυχτερινά μαγαζιά διασκέδασης, τα τελευταία χρόνια πήρε την απόφαση να κάνει κάτι δικό του στο κέντρο της πόλης. Έχει άποψη και ζητάμε να την ακούσουμε.
«Σε μεγάλο βαθμό ο κόσμος έχει σταματήσει να δίνει πουρμπουάρ. Όμως δεν έχει κοπεί εντελώς» εξηγεί και προσθέτει: «είναι θέμα ανθρώπου. Αυτός που το έδινε με την καρδιά του συνεχίζει να το δίνει και σήμερα αν και μειωμένο. Επίσης μεγάλο ρόλο παίζει και ο λογαριασμός. Αν δηλαδή κοντεύει να στρογγυλέψει τότε το κάνουν με μεγαλύτερη ευκολία οι πελάτες». Κάνοντας τη σύγκριση όμως με τα νυχτερινά καταστήματα του παρελθόντος λέει «παλιά οι σερβιτόροι που δούλευαν με ποσοστό και πίστευαν στα πουρμπουάρ, έτρεχαν να εξυπηρετήσουν τον κόσμο καθώς ήξεραν ότι άξιζε ο κόπος. Όσο έτρεχες τόσο έπαιρνες». Από τότε όμως έχουν αλλάξει πολλά…
Η Εύα και ο Ζήσης είναι δύο παιδιά που δουλεύουν στο σέρβις. Συζητάμε γύρω από τα σημερινά δεδομένα. «Δύσκολα δίνει πλέον ο κόσμος» λένε και οι δύο «ειδικά με τον καφέ και πολύ περισσότερο τα νέα παιδιά». Στην παρέα μπαίνει και ο Νίκος ο ιδιοκτήτης του καταστήματος όπου εργάζονται. «Στο αλκοόλ υπάρχει πουρμπουάρ, περισσότερο στο μπαρ και όταν τους εξυπηρετεί γυναίκα» σκιαγραφεί σε μια πρόταση τους τύπους που αφήνουν κάτι παραπάνω. Απλά λόγια…
Η Μάρω διατηρεί κατάστημα καφέ στο κέντρο. Κυρίως διανέμει σε γραφεία. Θυμάται πως «παλιότερα ο κόσμος έδινε με μεγαλύτερη άνεση. Τα πουρμπουάρ έφταναν ακόμα και τα 7 ευρώ στο τέλος της ημέρας». Όχι άσχημα.
Ο Δημήτρης Ν. έχει ταβέρνα και μας λέει πως όσο περνούν τα χρόνια το πουρμπουάρ μειώνεται «ο κόσμος πλέον μετράει ακόμα και τα δεκάλεπτα. Παλιότερα σε φώναζαν και ήταν 90 και σου άφηναν κατοστάρικο χωρίς να το σκεφτούν. Τώρα όμως όλα άλλαξαν. Απλά πολλοί είναι αυτοί όμως που αφήνουν το ευρώ τους και αυτό τους τιμάει».
Ο Βαγγέλης εργάζεται σε εταιρεία διεκπεραιώσεων και διανομών. Μεταφέρει σε σπίτια ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σας. Το κάνει αρκετά χρόνια και βλέπει πώς κινούνται οι πολίτες στο συγκεκριμένο ζήτημα «Η μεσαία τάξη είναι αυτή που δίνει μόνο πουρμπουάρ. Αυτή είναι που κρατάει το φιλοδώρημα ζωντανό» όσον αφορά στις ηλικιακές κατηγορίες και τις περιπτώσεις προσθέτει «Κυρίως στα ευχάριστα. Δηλαδή όταν πάμε γλυκά ή λουλούδια τότε υπάρχει καλύτερο κλίμα και δίνει κάτι ο κόσμος».
Τον ρωτάμε αν το πουρμπουάρ στον κλάδο του, έχει ηλικία και απαντάει χωρίς να το σκεφτεί «Βεβαίως και έχει. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Αυτοί δίνουν…» καταλήγει.
Του Κώστα Γκιάστα