και της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, θα βρεθούν επί τάπητος στο ειδικό θεματικό συμπόσιο με θέμα «Ευάλωτη Γεωργία της Θεσσαλίας: Παρόν-Προοπτικές», που θα πραγματοποιηθεί σήμερα Παρασκευή 2 Μαρτίου στο αμφιθέατρο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (Κτήριο Κατσίγρα), στην πλατεία Ταχυδρομείου, στη Λάρισα.
Το ενδιαφέρον αυτό Συμπόσιο διοργανώνεται από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και το Τμήμα Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος της Σχολής Γεωπονικών Επιστημών και θα βρίσκεται υπό την αιγίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, της Περιφέρειας Θεσσαλίας και της ΠΕΔ (Περιφερειακή Ένωση Δήμων) Θεσσαλίας. Την εκδήλωση θα στηρίξουν το ΤΕΙ Θεσσαλίας, το ΙΒΟ-ΕΚΕΤΑ, ο ΕΛΓΑ, ο ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, ο Δήμος Λαρισαίων και το Επιμελητήριο Λάρισας.
Πιο συγκεκριμένα 6 είναι οι σκοποί και οι στόχοι του ειδικού θεματικού Συμποσίου: «Ευάλωτη Γεωργία της Θεσσαλίας: Παρόν-Προοπτικές», οι οποίοι συνοψίζονται ως εξής: Να αναδείξει το θέμα της ευάλωτης ή ευπαθούς γεωργίας, που χαρακτηρίζει τη γεωργία της Θεσσαλίας σήμερα. Να καταγράψει τα χαρακτηριστικά και τις συνιστώσες, που συνθέτουν την παρούσα κατάσταση της ευάλωτης γεωργίας της Θεσσαλίας. Να διερευνήσει τις βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πολιτικές και πρακτικές, που αναμένεται να οδηγήσουν σε ενδεχόμενη αναδιάρθρωση της ΚΑΠ με στόχο την αναπτυξιακή αναβάθμιση της ευάλωτης γεωργίας της Θεσσαλίας. Να παρουσιάσει ένα πλαίσιο εφαρμοσμένων τεχνολογικών-επιστημονικών μέτρων και συστημάτων, που αναμένεται να συμβάλουν στην παραπάνω αναβάθμιση. Να συμβάλει στην ενίσχυση της συνέργειας των αγροτών μεταξύ τους, καθώς και μεταξύ αγροτών και φορέων. Τέλος, να συμβάλει στη συνολική αναβάθμιση και αναδόμηση του ρόλου της Θεσσαλίας στο πλαίσιο ενός νέου παραγωγικού μοντέλου για τη γεωργία της χώρας.
Οι θεματικές ενότητες του Συμποσίου περιλαμβάνουν τους ακόλουθους τομείς: Κλιματική μεταβλητότητα και αλλαγή, περιβαλλοντικοί κίνδυνοι στη γεωργία, διαχείριση νερού και εδαφών, ψηφιακές εφαρμογές στη γεωργία, φυτοπροστασία: εχθροί – ασθένειες, αγροτική παραγωγή.
Ν. ΔΑΝΑΛΑΤΟΣ: ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ ΜΕΤΡΑ
Ο καθηγητής Γεωργίας - Διευθυντής Εργ. Γεωργίας και Εφαρμ. Φυσιολογίας Φυτών, πρόεδρος Τμήματος Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος στη Σχολή Γεωπονικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Νικόλαος Δαναλάτος μίλησε στην «Ε» για την εξάρτηση της αγροτικής παραγωγής από το κλίμα, αναφέροντας συγκεκριμένα παραδείγματα για τον θεσσαλικό κάμπο. Το μήνυμα του διακεκριμένου καθηγητή προς κάθε κατεύθυνση είναι το εξής: Πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα αναστροφής των αρνητικών προοπτικών που απορρέουν από τις κλιματικές αλλαγές για τις θεσσαλικές καλλιέργειες. Μια πιο επικαιροποιημένη επιλογή πολιτικών, πρακτικών και τεχνολογιών αναμένεται να περιορίσει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα την ευπάθεια και τρωτότητα της γεωργίας στην κλιματική αλλαγή αλλά και τη μονοκαλλιέργεια υψηλών εισροών, ειδικότερα σε ημίξηρες περιοχές, όπως το Θεσσαλικό Πεδίο που πρέπει να παραμένει το κέντρο της ελληνικής γεωργικής παραγωγής».
ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑ
Σύμφωνα με τον κ. Δαναλάτο «η γεωργία μαζί με τον τουρισμό και τη ναυτιλία αποτελούν τους κύριους πυλώνες παραγωγής αγαθών και ανάπτυξης της χώρας μας. Πραγματικά, παρά την παρατηρούμενη συρρίκνωσή του (ως προς τη συμμέτοχή του στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν), ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί βασικό τομέα της οικονομίας, έχοντας ιδιαίτερο κοινωνικό και περιβαλλοντικό ρόλο. Παρά ταύτα, η φυτική και κυρίως η ζωική παραγωγή δεν έτυχαν της απαιτούμενης αναπτυξιακής πολιτικής, έτσι ώστε η μετά από τρεις δεκαετίες φθίνουσας πορείας, ελληνική γεωργία να περιέλθει στο σημερινό οριακό σημείο επιβίωσής της, με τη χώρα να έχει απωλέσει την αυτάρκεια τροφής και να εισάγει μεγάλο ποσοστό τροφίμων από το εξωτερικό. Τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας είναι η προχειρότητα και η έλλειψη μακρόπνοου σχεδίου εθνικής αγροτικής πολιτικής, η αναστροφή της ηλικιακής πυραμίδας των γεωργών, ο πολυκερματισμός και το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων με χαμηλή ανταγωνιστικότητα (αυξημένες δαπάνες παραγωγής και μικρή προστιθέμενη αξία παραγόμενου προϊόντος), και το τεράστιο έλλειμμα της ζωικής παραγωγής ιδίως στο βόειο κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, με συνέπεια τη μετατροπή του αγροδιατροφικού τομέα της χώρας από κλάδο αυτάρκειας σε κλάδο ελλειμματικό και εξαρτημένο. Τα προβλήματα αυτά επιδεινώνονται λόγω της μεγάλης εξάρτησης της αγροτικής παραγωγής από το κλίμα, μιας συνάρτησης που λαμβάνει ιδιαίτερα αρνητικό πρόσημο λόγω της αύξησης της κλιματικής μεταβλητότητας και της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, οδηγώντας σε αύξηση των ακραίων κλιματικών φαινομένων. Η διαχρονικά παρατηρούμενη συνδυασμένη αύξηση της θερμοκρασίας και μείωση του υετού σε περιοχές της Νότιας Ευρώπης και της Ελλάδας, όπου ήδη υπάρχει έλλειψη νερού, αναμένεται να έχει προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στις χρήσεις γης και στην οικονομία. Οι εκτιμώμενες βασικές κλιματικές τάσεις για την περιοχή μας είναι η συνεχής αύξηση της θερμοκρασίας, η παρατεταμένη ξηρότητα του κλίματος με μείωση του υετού της τάξης του 20%,ξηρασίες, καύσωνες και δασικές πυρκαγιές, όπως και η ενίσχυση των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως ραγδαίες βροχοπτώσεις-καταιγίδες που συνοδεύονται από πλημμυρικές παροχές. Επίσης με τη μηχανική άροση και τις λοιπές κατεργασίες εκτίθεται η οργανική ουσία του εδάφους στον αέρα με αποτέλεσμα την οξείδωσή της και τις απώλειες σε οργανικό άνθρακα και άζωτο. Σύμφωνα με δεδομένα του Τμήματος Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, οι απώλειες αυτές φθάνουν τα τρομακτικά ποσά του 1-2% ετησίως. Αυτό σημαίνει υποδιπλασιασμό της εδαφικής γονιμότητας μέσα στα επόμενα 30 έτη.
ΕΥΑΛΩΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ
Όσον αφορά στις καλλιέργειες του κάμπου και πώς επιδρά σε αυτές το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, ο καθηγητής κ. Δαναλάτος ανέφερε χαρακτηριστικά: Ως αποτέλεσμα της ξηρασίας και της συνεχιζόμενης υποβάθμισης της γονιμότητας των εδαφών ιδιαίτερα στις επικλινείς εκτάσεις που υφίστανται την επίδραση της διάβρωσης και της ερημοποίησης τεράστιες εκτάσεις που καλύπτονται κυρίως από χειμερινά σιτηρά (κυρίως σκληρό σιτάρι, μαλακό σιτάρι και κριθάρι) εγκαταλείπονται με ρυθμούς που φθάνουν τα 200.000 στρέμματα ανά έτος. Αλλά και στις πεδινές εκτάσεις, τόσο οι μονοκαλλιέργειες χειμερινών σιτηρών αλλά κυρίως οι εντατικές αρδευόμενες μονοκαλλιέργειες όπως καλαμπόκι, βαμβάκι, ηλίανθος, κ.λπ. αφαιρούν από το έδαφος θρεπτικά συστατικά σε βαθμό που δεν μπορούν να αντικατασταθούν ούτε και με τις εφαρμοζόμενες λιπάνσεις και έτσι προκαλούν σημαντική υποβάθμιση της εδαφικής γονιμότητας. Τα παραπάνω προβλήματα είναι ήδη εμφανή στον θεσσαλικό κάμπο, τη μεγαλύτερη συνεχόμενη πεδιάδα και κέντρο της γεωργικής παραγωγής της χώρας. Πραγματικά, στη Θεσσαλία καλλιεργούνται περί τα 4,5 εκατ. στρ., από τα οποία το 78% ή 3,5 εκατ. στρ. καλύπτονται από αροτραίες μονοκαλλιέργειες και μόνο το 13% καλύπτεται από δενδρώδεις καλλιέργειες (607.000 στρ.). Πολύ μικρότερες εκτάσεις της τάξης των 54.000 στρ. (1,2%) και 76.000 στρ. (1,7%) καλύπτονται από αμπέλια και κηπευτικές καλλιέργειες, αντίστοιχα, ενώ 254.000 στρ. (6%) βρίσκονται σε αγρανάπαυση 1-5 ετών. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα οι αροτραίες καλλιέργειες του θεσσαλικού πεδίου είναι μεγάλα λόγω της μειούμενης εδαφικής γονιμότητας και των αυξημένων αναγκών λίπανσης και άρδευσης (ιδίως στην ξηρότερη ανατολική πεδιάδα της Λάρισας) και την εκτόξευση του κόστους ενέργειας και αγροχημικών και επομένως του συνολικού κόστους παραγωγής, ενώ οι τιμές πώλησης των προϊόντων παραμένουν χαμηλές. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα αποτελεί η μείωση της προστιθέμενης αξίας και της ανταγωνιστικότητας των καλλιεργειών. Λόγω αυτής ακριβώς της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της θεσσαλικής και γενικότερα της ελληνικής γεωργίας, ο πρωτογενής τομέας παραμένει ευπαθής σε πιέσεις, όπως αυτές που δημιουργεί η Αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και η απελευθέρωση του εμπορίου των προϊόντων».
Γ. ΡΟΥΣΤΑΣ