πατέρων τους μέχρι την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών που επέβαλε η συνθήκη της Λοζάνης». Τα παραπάνω υπογράμμισε ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, μιλώντας κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Καισάρεια, τομ. Α’, Η Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Ζιντζίδερε (Φλαβιανά). Το πνευματικό και εκπαιδευτικό κέντρο της Καππαδοκίας», της νομικού και ιστορικού κ. Κατερίνας Νικολαΐδου-Ντάναση. Η εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Κωνσταντινουπολιτών, διοργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Μεγαλοσχολιτών. Εκτός από τον κ. Χαρακόπουλο, για το βιβλίο μίλησαν ακόμη ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ κ. Νικόλαος Ιντζεσίλογλου και η συγγραφέας. Τον συντονισμό της παρουσίασης είχε ο διευθυντής του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών κ. Σταύρος Ανεστίδης.
Στην ομιλία του ο κ. Χαρακόπουλος ανέφερε επίσης ότι και ο ίδιος γεννήθηκε «σε ένα μικρό προσφυγικό χωριό Καππαδοκών» και μεγάλωσε «με ακούσματα από τους παππούδες μου για το μεμλεκέτ, την πατρίδα, όπως αποκαλούσαν τη Μικρασία. Τα ακούσματα αυτά αλλά και η καθημερινή ζωή με τα ήθη και έθιμα που μεταλαμπαδεύτηκαν στη νέα πατρίδα αποτέλεσαν την αφορμή για το ενδιαφέρον μου για την Καππαδοκία. Η διδακτορική μου διατριβή για τους Ρωμιούς της Καππαδοκίας εκδόθηκε και επανεκδόθηκε -με πρόλογο αυτή τη φορά και του διευθυντή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών κ. Σταύρου Ανεστίδη-, και κάθε χρόνο στο ετήσιο προσκύνημα με τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην αγιοτόκο Καππαδοκία ανακαλύπτω και κάτι άγνωστο σε εμένα έως πρότινος από αυτόν τον μαγικό κόσμο της Ανατολής».
Ο καταγόμενος από την Καππαδοκία ιστορικός ερευνητής τόνισε ότι «παρακολουθούμε τη ραγδαία ανάπτυξη που είχε ο ελληνικός κόσμος της Μικράς Ασίας, την αυξανόμενη αυτοπεποίθησή του, καθώς εισερχόταν στη διαδικασία της χειραφέτησής του, με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας να συνεπαίρνει τις καρδιές όλων των Ρωμιών. Ακόμη και αν το περιεχόμενό της ήταν η εκπαιδευτική ανύψωση των μελών των ελληνικών κοινοτήτων και στο τελευταίο χωριό, ακόμη και αν αυτό ήταν τουρκόφωνο. Διαπιστώνουμε σ’ αυτήν την εθνική έξαρση, να πρωταγωνιστούν οι ίδιοι παράγοντες, όπως και στα υπόλοιπα τμήματα του ελληνισμού. Ο κυριότερος είναι ασφαλώς η Εκκλησία, που είναι ταυτοχρόνως φορέας της ταυτότητας του γένους, και μάλιστα σε πληθυσμούς που ήταν όχι μόνον απομονωμένοι, εντός πολυαριθμότερων αλλόδοξων, αλλά δεν μιλούσαν καν την ελληνική γλώσσα. Η ταυτότητα και η πίστη ταυτίζονται και είναι η εκκλησιαστική πράξη που κρατά και τις δύο ζωντανές. Όπως γράφει η συγγραφέας ‘‘το κήρυγμα του θείου λόγου γινόταν στην τουρκική γλώσσα για να γίνεται κατανοητό από τους τουρκόφωνους χριστιανούς’’. Η εκκλησία είναι ταυτοχρόνως, όμως και μηχανισμός εθνικής αφύπνισης, καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου, 19ου και αρχών του 20ού αιώνα».
Ο ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΕΛΑΣΣΩΝΟΣ
Μιλώντας μάλιστα για την Κατά Καισάρειαν Ιερατική Σχολή ο κ. Χαρακόπουλος έκανε ιδιαίτερη μνεία στον Νεόφυτο Ευαγγελίδη, ο οποίος διετέλεσε Διευθυντής της και στις 12 Αυγούστου 1910 εξελέγη μητροπολίτης Ελασσώνος. «Ο Νεόφυτος κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη διείσδυση ρουμανικής προπαγάνδας στην επαρχία του με την ίδρυση ρουμανοβλαχικού σχολείου στο Δαμάσι, ενώ ήταν αυτός που υποδέχθηκε τον ελληνικό στρατό ως ελευθερωτή στις 6 Οκτωβρίου του 1912 στην τότε έδρα της μητρόπολής του στην Τσαριτσάνη, προσφωνώντας τον αρχιστράτηγο και διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο».