Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας την έκρινε ένοχη για την πράξη της πλαστογραφίας με την παθούσα να τονίζει από το πρώτο δικαστήριο πως: «Ήταν δικηγόρος μου σε όλες τις υποθέσεις μου. Με εξαπάτησε ότι δήθεν υπέγραψα κάποια έγγραφα. Δεν ξέρω ποιος υπέγραψε, πάντως εγώ δεν έβαλα τέτοια υπογραφή. Τα έγγραφα αυτά η κατηγορούμενη τα προσκόμισε στην Πταισματοδίκη. Όταν με ρώτησε η Πταισματοδίκης είπα πως δεν τα υπέγραψα εγώ». Ωστόσο η δικηγόρος αρνήθηκε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν χωρίς να πείσει όμως το δικαστήριο.
Σε μια άλλη περίπτωση στο παρελθόν κατήρτισε ένα ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους εις βάρος ενός ηλικιωμένου Λαρισαίου που έχει σοβαρό πρόβλημα με την όρασή του. Στη συνέχεια το υπέγραψε τόσο για την ίδια όσο και για εκείνον, ενώ έβαλε και υπογραφή και για τη σύζυγό του, ως μάρτυρα. Ως δεύτερος μάλιστα μάρτυρας υπέγραψε και ο πατέρας της δικηγόρου, πράξη που τον έφερε ως συγκατηγορούμενο στην υπόθεση. Λίγο αργότερα υπέβαλε προς τη δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής προσκομίζοντας μεταξύ άλλων το πλαστό ιδιωτικό συμφωνητικό κάτι που πέτυχε, με αποτέλεσμα ο ηλικιωμένος Λαρισαίος να υποστεί μεγάλη οικονομική ζημιά δεκάδων χιλιάδων ευρώ!
Σε άλλη υπόθεση, δεν δίστασε να αφαιρέσει, όπως κατηγορείτο, γραμμάτιο που φυλασσόταν στη γραμματεία του τμήματος διαταγών πληρωμής, πτωχεύσεων και καταθέσεων εγγυοδοσίας του Πρωτοδικείου Λάρισας. Το συγκεκριμένο ήταν ένα γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσού 65 χιλιάδων ευρώ και το είχε καταθέσει η ίδια ως εγγυοδοσία για να επιτύχει την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της. Πριν λήξει όμως η χρονική διορία πήγε και το πήρε από το αρχείο του Πρωτοδικείου και το προσκόμισε στην Τράπεζα, όπως κατηγορείτο, για να της εκδώσουν δίγραμμη τραπεζική επιταγή.
Στη συνέχεια μάλιστα κατηγορείτο πως έστειλε εξώδικο στη γυναίκα που εμπλεκόταν στην υπόθεση, με το οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε ότι δεν της όφειλε τίποτα και μάλιστα προειδοποιούσε την ίδια και τις κόρες της ότι θα κινηθεί εναντίον τους. Τις κατηγορούσε πως δεν είναι αμέτοχες με την απώλεια του πρωτότυπου γραμματίου παρακαταθήκης, το οποίο η ίδια είχε πάρει.
Σε μια άλλη περίπτωση, κατηγορείτο πως έφτιαξε πλαστά έγγραφα (για παράδειγμα απόδειξη από το υποθηκοφυλακείο, βούλευμα από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας, εισαγγελική διάταξη του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) αλλά και νόθευσε γνήσια με σκοπό να τα δώσει σε πελάτισσά της για την πείσει πως προέβη δήθεν στις απαιτούμενες ενέργειες που της ανατέθηκαν για την υπεράσπισή της.
Για το τελευταίο της «κατόρθωμα» κρίθηκε ένοχη για την πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση και καταδικάστηκε με ποινή φυλάκισης 18 μηνών με αναστολή. Της αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό.
Κ.ΓΚΙΑΣΤΑΣ