Οι άγνωστοι δράστες, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι η Μονή βρίσκεται στο δάσος μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Ραψάνη όπως και το γεγονός ότι παραμένει ανοικτή για τους επισκέπτες, μπήκαν στο ιερό, αναποδογύρισαν την Αγία Τράπεζα και στη συνέχεια ανασήκωσαν πέτρινες πλάκες στο δάπεδο, κάτω από την Αγία Τράπεζα.
Ψάχνοντας άγνωστο τι – κάποιο «κρυμμένο θησαυρό» σύμφωνα με εκτιμήσεις – όπως είναι άγνωστο επίσης αν βρήκαν όντως κάτι. Οι φθορές καταγγέλθηκαν χθες το πρωί στο Αστυνομικό Τμήμα Τεμπών αλλά εκτιμάται ότι προκλήθηκαν στο διάστημα από 18 Αυγούστου έως και προχθές που έγιναν αντιληπτές από περιπατητή που φωτογράφιζε στην περιοχή.
«Η ζημιά είναι μεγάλη» σημείωσε στην «Ε» ο δήμαρχος Τεμπών Κων. Κολλάτος σημειώνοντας ότι η Μονή κτίστηκε το 1778 και με αφορμή τις σπάνιες τοιχογραφίες, Περιφέρεια Θεσσαλίας, Δήμος Τεμπών, Εφορεία Αρχαιοτήτων και φορείς της περιοχής «συντονίζουμε τις προσπάθειές μας για τη συντήρηση και την ανάδειξη αυτού του σημαντικού μνημείου της Ραψάνης». Για να προσθέσει πως στο ίδιο πλαίσιο «από την Περιφέρεια Θεσσαλίας έχει ήδη προκηρυχθεί το έργο της αντικατάστασης της στέγης της Μονής.
Οι χρυσοθήρες δεν δυσκολεύθηκαν ιδιαίτερα αφού η Μονή είναι ανασφάλιστη προκειμένου να είναι προσβάσιμη σε επισκέπτες ενώ δεν προκάλεσαν άλλες φθορές καθώς έδρασαν μόνο μέσα στο ιερό της Μονής.
Η ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ
ΤΩΝ AΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΡΑΨΑΝΗΣ
Ήταν το φετινό καλοκαίρι όταν, παρουσία του περιφερειάρχη Θεσσαλίας κ. Κώστα Αγοραστού, του δημάρχου Τεμπών κ. Κώστα Κολλάτου, βουλευτών και άλλων παραγόντων έγιναν τα αποκαλυπτήρια της συντήρησης των τοιχογραφιών του ναού.
Τότε η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας κ. Σταυρούλα Σδρόλια η οποία αφιέρωσε πάρα πολύ χρόνο και παρουσίασε μια εμπεριστατωμένη επιστημονικά και ιστορικά εργασία συνδυάζοντας την προστασία του μνημείου και την ανάδειξή του με το γεγονός ότι έφερε αυτά τα στοιχεία στους πολίτες. Η κ. Σδρόλια ξενάγησε στον χώρο τους παρευρισκόμενους δίνοντας στοιχεία για την κάθε μια επιγραφή ή τοιχογραφία.
Η Μονή των Αγίων Θεοδώρων βρίσκεται σε απόσταση 3 χιλιομέτρων στο νότιο τμήμα της Ραψάνης, μέσα σε πυκνό δάσος βελανιδιάς και κρανιάς, 1200 στρεμμάτων περίπου. Το σημερινό καθολικό κτίστηκε στα 1778 στη θέση παλαιότερου βυζαντινού και τοιχογραφήθηκε την ίδια περίοδο από ζωγράφους με άριστη θεολογική και καλλιτεχνική κατάρτιση, οι οποίοι ακολούθησαν την παράδοση αλλά παράλληλα υιοθέτησαν και νεωτερικά στοιχεία. Το αρχιτεκτόνημα καθώς και οι τοιχογραφίες του με το πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα, σχεδόν άγνωστα στο ευρύτερο κοινό, εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη και γίνονται αδιάψευστοι μάρτυρες της οικονομικής ακμής της Ραψάνης τις τελευταίες δεκαετίες του 18 ου αι.
Το καθολικό της Μονής των Αγίων Θεοδώρων είναι ναός του σταυροειδούς εγγεγραμμένου μονόκλιτου τύπου, με χαμηλό τυφλό τρούλο και πλάγιους χορούς. Στα δυτικά φέρει νάρθηκα καμαροσκέπαστο. Το σύνολο καλύπτεται με ενιαία πλακοσκεπή στέγη, όπως είναι συνηθισμένο στα καθολικά του 18ου αιώνα.
Το σημερινό καθολικό κτίσθηκε το 1778, όπως μαρτυρεί η κτητορική επιγραφή.
Ως προς τους λόγους της επιλογής της αφιέρωσης του ναού στους Αγίους Θεοδώρους, που θα πρέπει να αποδοθεί στην παλαιολόγεια περίοδο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι την εποχή αυτή διαδίδεται η τιμή των δύο αγίων στη Μακεδονία με γνωστότερο τον ναό των Σερρών, ο οποίος, αν και προϋπήρχε, αφιερώθηκε στους δύο αγίους μετά τη θαυματουργή επέμβασή τους για τη σωτηρία του Μελενίκου το 1255, την εποχή του αυτοκράτορα Θεόδωρου Λάσκαρη.
Σε μία τόσο σημαντική περιοχή, στην αρχή της Κοιλάδας των Τεμπών και στα σύνορα με τη Μακεδονία, την ταραγμένη περίοδο του
14ου αιώνα, η αποτρεπτική δύναμη των δύο στρατιωτικών αγίων φαίνεται ότι λειτουργούσε συμβολικά για τους πιστούς. Την ίδια ενίσχυση φαίνεται ότι επιδίωκαν και οι πιστοί του 18ου αιώνα, και ειδικά ο λόγιος επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος, ο οποίος πρωτοστάτησε στην επανέγερση του ναού εκ βάθρων και ίσως σχετίζεται επίσης με την εικονογράφηση του βίου.
Καταλήγοντας η κ. Σδρόλια σημειώνει ότι οι εκκλησίες της Ραψάνης αντανακλούν τη μεγάλη ανάπτυξη του ιστορικού οικισμού τούς προηγούμενους αιώνες, με κορύφωση στον 18ο, όταν περιγράφεται ως η «πλέον λαμπροτάτη και η ως επί το πλείστον εμπορεύουσα και υφαντουργούσα πόλις του Ολύμπου όρους».
Από την εποχή αυτή διασώθηκε ακέραιο το καθολικό της Μονής των Αγίων Θεοδώρων, ως αδιάψευστος μάρτυρας της ακμής της οικονομικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας, που χαρακτηρίζει τα εμπορικά κέντρα του Κάτω Ολύμπου και του Κισσάβου και αξίζει να συντηρηθεί και να προβληθεί στο ευρύτερο κοινό.