Του Κ. Γκιάστα
Περνάς από την Ηρώων Πολυτεχνείου και διαβάζεις μια πινακίδα στα κλεφτά. «Videorama κλείνουμε» και ώσπου να φτάσεις στα φανάρια της Βόλου έχει περάσει μπροστά σου ο Ψάλτης με ένα φανελάκι-δίχτυ, ο Ντούζος με το παπάκι, η Γερασιμίδου ως «γυναικάρα από το Κιλκίς» ακόμα και ο Κρις Φέτας με μια κίνηση καράτε. Ανάβει το πράσινο και ξεκινάς καθώς αναπολείς την κλασική ελληνική οικογένεια στη δεκαετία του ’80. Με το σίδερο της νοικοκυράς ανοιχτό μπροστά στην τηλεόραση, τα παιδιά ξαπλωμένα μπρούμυτα με τις παλάμες στο σαγόνι και από κάτω το θρυλικό βίντεο στολισμένο με σεμέν.
Οι κασέτες γέννησαν ένα επάγγελμα ως ανάγκη, μεταμορφώθηκε στην πάροδο των ετών αλλά πλέον δέχεται το ισχυρότερο χτύπημα... Τα βιντεοκλάμπ και ο κύκλος τους.
Δίνουμε ραντεβού στη γωνία Ρούσβελτ και Κούμα με τον κ. Ταξιάρχη Βούντα εκεί που «πριν από 30 χρόνια υπήρχε το μαγαζί Videorama ένα από τα πιο γνωστά μαγαζιά στην τοπική κοινωνία, όπως και αυτά του Βαλλιάκου, του Νταμπούρα και του Τζεζαϊρλίδη» μας λέει.
Ήρθαν από τον Καναδά σε μια εποχή που «τα βίντεο άρχισαν να γίνονται μόδα. Εμείς στην αρχή ήμασταν και δισκάδικο αλλά μόλις είδαμε αυτήν την κίνηση το 1984 το γυρίσαμε εντελώς στην κασέτα και μεταφερθήκαμε στη γωνία» εκεί που τώρα πίναμε τον καφέ μας στο Gossip.
«Γινόταν χαμός με τις ταινίες. Ελληνικές, ξένες, γουέστερν, καράτε. Όλα τα είδη. Θυμάμαι για παράδειγμα το «Εξπρές του μεσονυκτίου» πουλούσε σαν τρελό» λέει και γίνεται πιο παραστατικός κάνοντας και την κίνηση με τα δύο του χέρια «έφευγαν σακούλες με 8-10 κασέτες ανά οικογένεια. Όλοι έπαιρναν. Γιατροί, νοικοκυρές, οικοδόμοι, παιδιά, φοιτητές. Τα Σαββατοκύριακα δεν προλαβαίναμε και παίρναμε όλη την οικογένεια για να βοηθάει. Δίναμε περίπου 1.700 κασέτες...».
Και το επάγγελμα εδραιωνόταν στην Λάρισα «αμέσως φτιάξαμε και σύλλογο ιδιοκτητών βιντεοκλάμπ. Μάλιστα στον χορό μας ήρθε και ο σκηνοθέτης Καραγιάννης με όλους τους τότε γνωστούς ηθοποιούς. Σε γεμάτα μαγαζιά και με ενθουσιασμό...».
Ήταν βέβαια και η εποχή τέτοια. Η αποκέντρωση, ο Ανδρέας, ο λαός. Τα αυτοκίνητα γερμανικά, τα βίντεο ιαπωνικά, τα τσιγάρα αμερικάνικα και το γέλιο ελληνικό. Καταναλωτικός σοσιαλισμός. Μια σπουδαία εποχή ερχόταν και ο πολίτης δεν μπορούσε πλέον να ανεχτεί τη χωριάτικη αναπνοή του άλλου στο σινεμά. Ήθελε το χώρο του. Και όλο κλεινόταν. Όλο κλεινόταν...
Και ήρθε το 1990 με τα ιδιωτικά κανάλια να κλείνουν τον κόσμο στο σπίτι τους ακόμα περισσότερο «κόντεψαν να μας κλείσουν και εμάς σαν επάγγελμα αλλά τελικά αντέξαμε. Εκεί ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός».
Ώσπου ήρθε η τεχνολογία με το dvd και «πήραμε λίγο τα πάνω μας. Άνοιξαν και νέα καταστήματα και φάνηκε πως κάτι καλό θα γίνει».
Όμως να που το σκληρό χτύπημα δεν άργησε και ήταν διπλό « το ένα ήταν το ίντερνετ με τους νέους να κατεβάζουν ταινίες από εκεί. Το άλλο είναι η κρίση. Τους αποδεκάτισε όλους. Ας ελπίσουμε να αντέξουν τα μαγαζιά όμως όσο περισσότερο μπορούν γιατί το dvd τώρα και η κασέτα τότε ήταν μια φτηνή και ποιοτική κατ’ οίκον ψυχαγωγία».
Κλείνουν τα ιστορικά βιντεοκλάμπ της πόλης όμως και απομένουν ελάχιστα πλέον. Μένουν κυρίως, ως συνήθως, οι αλυσίδες που απασχολούν ντόπιους τουλάχιστον εργαζόμενους.
Κάπου εκεί βρίσκεται και η αγανάκτηση για την κρίση. Και αν ήταν βιντεοκασέτα θα εκφραζόταν μέσα από το κράνος του Σταμάτη Γαρδέλη με οργή:
"Εγώ δεν θέλω μεροκάματο
θέλω χιλιάρα μηχανή και θάνατο
θέλω βία και αγωνία
και σε φτύνω κοινωνία".