Η συγκεκριμένη υπόθεση έχει ως εξής: Η θεία που είχε γεννηθεί πριν από 90 χρόνια περίπου ήταν συνταξιούχος του δημοσίου. Η σύνταξή της έμπαινε σε λογαριασμό στον οποίο ήταν συνδικαιούχος ο εγγονός της ετεροθαλούς αδελφής της. Το 2006 δεν άντεξε από την ασθένειά της και κατέληξε. Ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που προσκόμισε την ιατρική βεβαίωση για να συνταχθεί η ληξιαρχική πράξη θανάτου, επομένως ήταν αυτός που τη φρόντιζε. Ωστόσο ξέχασε να ενημερώσει το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για τον θάνατο, κάτι που θα αποτελούσε ταυτόχρονα και λόγο διακοπής της συνταξιοδοτήσεώς της. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο «παρασιώπησε το γεγονός του θανάτου από τους υπαλλήλους του δημοσίου, οι τελευταίοι δε παραπλανηθέντες ότι η συνταξιούχος ήταν εν ζωή, συνέχισαν να εκταμιεύουν τη μηνιαία σύνταξη από τα ταμεία του δημοσίου και να την τοποθετούν στον τραπεζικό της λογαριασμό κάθε μήνα».
Η σύνταξη άγγιζε το ποσό των 500 ευρώ περίπου και όλα αυτά τα χρόνια έλαβε παράνομα τη σύνταξη της θείας του από το 2006 και για έξι χρόνια το συνολικό ποσό των 43 χιλιάδων περίπου ευρώ.
Ο πολύτεκνος ανηψιός επικαλέστηκε εξ αρχής τις πολλές οικονομικές υποχρεώσεις. Με την αρχική του απολογία ενώπιον του ανακριτή ομολόγησε την τέλεση της πράξης και δήλωσε ότι προτίθεται να επιστρέψει το ποσό μέσω συνολικής ρύθμισης για τις οφειλές στο δημόσιο, προσκόμισε δε σχετική αίτηση και απόδειξη καταβολής πρώτης δόσης.
Στο προχθεσινό δικαστήριο κατά τη διάρκεια της απολογίας παραδέχθηκε την πράξη του αλλά έκανε λόγο για μεγάλες συνεχείς απαιτήσεις.
Ο αγρότης στο επάγγελμα κρίθηκε ένοχος για την πράξη της απάτης κατ’ επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση σε βάρος του δημοσίου, αντικειμένου αξίας άνω των 30 χιλιάδων ευρώ.
Τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης 4 ετών προς 5 ευρώ την ημέρα. Η έφεση αποφασίστηκε να έχει αναστέλλουσα δύναμη. Του αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό.
Κ.ΓΚΙΑΣΤΑΣ