Τον Τζούλιαν τον ειδοποίησε η κοπέλα του, πήρε μια σκηνή και έφτασε. Η Έλντα από τη Θεσσαλονίκη είναι αρχιτέκτονας και αποφάσισε πως πρέπει να ζήσει αυτήν την εμπειρία. Δεκάδες άτομα από την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό τις τελευταίες ημέρες φτάνουν στη Μεσοράχη. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Κατασκευάζεται ένα αχυρόσπιτο και είπαν να βάλουν όλοι πλάτη… Κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται ουτοπικό, το αποτέλεσμα είναι πέρα για πέρα πραγματικό και μάλιστα πολύ επαγγελματικό.
Μας υποδέχεται ο Βασίλης και η σύζυγός του. Το κάνουν για τους γονείς των οποίων οι συντάξεις –όπως όλων των Ελλήνων- είναι σε τραγικά επίπεδα. Έψαχναν έναν τρόπο να απεγκλωβιστούν από τα ενοίκια. «Θέλαμε να χτίσουμε κάτι μόνοι μας και οικονομικά», λένε με μια φωνή. Ώσπου φτάνει η στιγμή που γνωρίζουν τον Κώστα Κοντομάνο που ασχολείται με κατασκευές και τους δίνει την ιδέα. Ο Βασίλης έχοντας μια μικρή εμπειρία το παίρνει πάνω του.
Η αρχή, όπως σε όλες τις προσπάθειες, είναι η πιο δύσκολη. «Το έλεγα σε φίλους και γνωστούς και με κοιτούσαν παράξενα. Δεν με πίστευε κανένας. Στη συνέχεια ήρθε η έκδοση της άδειας. Πιο δύσκολη και από την κατασκευή», λέει καθώς ανοίγει τα χέρια του αγανακτισμένα ο Βασίλης. Πάντα με χαμόγελο όμως…
Ώσπου βγήκε και ξεκίνησαν. Τα email φεύγουν ομαδικά σε άτομα που ενδιαφέρονται και αμέσως οι εθελοντές δηλώνουν έτοιμοι να προσφέρουν την εργασία τους.
Πέφτουν τα θεμέλια με μπάζωμα, πέτρα κροκάλα και μετά χαλίκι. Στη συνέχεια είκοσι πόντοι στρώμα από άργιλο, άμμο και ελαφρόπετρα.
Μπαίνει ο σκελετός, για τον οποίο υπάρχει στατική μελέτη και χρησιμοποιείται πριστή ξυλεία. Ενδιάμεσα περνούν οι υδραυλικές και ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις. Μπαίνουν τα πηχάκια και είναι έτοιμο να πέσει το κύριο υλικό. Το άχυρο με 2 ευρώ το δεμάτι. Νωρίτερα όμως το βουτάνε σε ένα μείγμα νερού με άργιλο από τον Νέσσωνα. «Το μείγμα δεν πρέπει να κολλάει. Βουτάμε το άχυρο όχι να μουλιάσει αρκεί να πάρει. Στη συνέχεια το βάζουμε στον σκελετό χωρίς να το πιέζουμε. Να έχει τα κενά του» λέει η Έλντα που είναι γεμάτη από άργιλο στα πόδια και τα χέρια της…
Αφού ολοκληρωθεί αυτό το στάδιο, περιμένουν να στεγνώσει, για 3-4 εβδομάδες. Μετά έρχεται η σειρά του σοβατίσματος που έχει δύο φάσεις. Η πρώτη γίνεται με πηλό, άμμο και λίγο άχυρο. Το βάζουν με το χέρι για να έρθει και να κολλήσει ο κανονικός σοβάς και να γίνει λείο. Στο τέλος περνάει ο μπογιατζής, έρχονται και τα κουφώματα και είναι έτοιμο.
«Από έξω στο έδαφος έχουμε μια διάτρητη σωλήνα αποστράγγισης. Όπως στα γήπεδα», υπογραμμίζει ο Βασίλης, καθώς εξηγεί πώς το καλύπτει με ένα γεωύφασμα. Το τοποθετούν υπό κλίση και αυτό γίνεται για να επιτρέπει στα νερά να φεύγουν. «Είναι ο κορεσμός που πρέπει να φύγει. Στα χωριά παλιά τον σοβά στο κάτω μέρος τον αφήναν διπλό γιατί φούσκωνε από την υγρασία. Τώρα θα την τραβήξουμε και θα την αφήσουμε να φύγει».
Και για πάτωμα; «Το τελευταίο στρώμα θα είναι εντελώς φυσικό. Με άργιλο, κερί, ασβέστη και λάδι. Θα νομίζεις πως ακουμπάς πάνω σε δέρμα. Θα αποθηκεύει ενέργεια καθώς όταν το βλέπει ο ήλιος θα ζεσταίνεται αμέσως».
Και από λεφτά τι γίνεται; Πάμε τώρα στο πιο ουσιαστικό για κάποιους. Είκοσι χιλιάρικα όλα μαζί. Με άδεια, υλικά και εργασίες.
Εμείς πάντως το ζηλέψαμε και δεν έχει να κάνει με τα λεφτά…
Του Κώστα Γκιάστα
Φωτ. Βασίλης Ντάμπλης