Όλα αυτά μέσα και γύρω από την πόλη της Λάρισας. Στον ίδιο… σουρεαλιστικό τόνο κυμάνθηκαν τόσο οι καταθέσεις μαρτύρων όσο και οι απολογίες των κατηγορουμένων ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων που τους έκρινε ενόχους για διαφορετικές πράξεις καταδικάζοντάς τους σε ποινές κάθειρξης και φυλάκισης 6 και 3 ετών αντίστοιχα.
Όλα ξεκίνησαν τις πρώτες ώρες μιας ημέρας του προ διετίας καλοκαιριού. Ένας άνδρας πάνω από 40 ετών κοιμάται μέσα στο αυτοκίνητό του στην περιοχή της Νεάπολης. Όμως δέχεται επίθεση. Τον βγάζουν έξω από το όχημα και του το κλέβουν. Πηγαίνει στην αστυνομία και καταγράφεται το περιστατικό. Το αμάξι το βρίσκουν λίγο αργότερα στο πάρκινγκ της Πινακοθήκης. Δεν έχει κλειδιά όμως και μαζί με τη σύζυγό του περιμένουν συγγενικό τους πρόσωπο να τους φέρει δεύτερα κλειδιά από το χωριό.
«Την πρώτη φορά μας έκλεψαν το όχημα κοντά στην περιφερειακή Τρικάλων» καταθέτει μεταξύ άλλων η σύζυγος του παθόντα στο δικαστήριο και συνεχίζει: «Τον έβγαλαν τον άντρα μου έξω ενώ κοιμόταν και του πήραν το αμάξι. Την άλλη μέρα το πρωί βρέθηκε πίσω από την Πινακοθήκη. Ειδοποιήσαμε την κόρη μας να μας φέρει τα δεύτερα κλειδιά καθώς δεν ήταν πάνω στο αμάξι τα κλειδιά. Το αμάξι ήταν στην Πινακοθήκη από την πίσω πλευρά. Επειδή όμως είχε ήλιο καθίσαμε από την μπροστινή πλευρά που είχε ίσκιο. Όταν έφτασε η κόρη με τα κλειδιά πήγαμε από πίσω».
Όμως εκεί τους περιμένει ακόμα μια έκπληξη καθώς το αμάξι πάλι λείπει. «Μας το είχαν ξανακλέψει».
Εν τω μεταξύ όμως ο βασικός κατηγορούμενος απολογείται ενώπιον αστυνομικών αρχών αλλά και εν μέρει στο δικαστήριο πως «Περπατούσα στη Νεάπολη υπό την επήρεια ναρκωτικών. Είδα ένα αυτοκίνητο και μέσα είδα ένα άτομο ημιλιπόθυμο . Σταμάτησα να τον βοηθήσω, είπε «είμαι Αλβανός και έχω όπλο, φύγε». Εγώ τον σήκωσα και τον έβαλα στο πίσω κάθισμα και πήρα το αυτοκίνητο. Έφτασα μέχρι τα γήπεδα στη Νεάπολη , εκεί εκείνος άνοιξε την πόρτα και έπεσε κάτω. Μετά είπε πως είναι από ένα χωριό της Λάρισας και πως έχει πρόβατα. Έπεσε εκεί έξω στα γήπεδα στη Νεάπολη, βγήκα του κοίταξα τον σφυγμό, ήταν καλά. Μετά πήρα το αυτοκίνητο και πήγα μια βόλτα. Το γύρισα και το πάρκαρα εκεί στην Πινακοθήκη στη Νεάπολη. Το κλειδί το έβαλα μέσα σε ένα κουτί από τσιγάρα το δίπλωσα και το πέταξα. Πήρα τηλέφωνο έναν γνωστό μου, είπα έχω ένα τέτοιο αυτοκίνητο, είπε θα μου δώσει ναρκωτικά για το αυτοκίνητο».
Έτσι πηγαίνει και παίρνει τον συγκατηγορούμενό του, τον βάζει να οδηγήσει και φεύγουν.
Την ίδια ώρα οι παθόντες αντιλαμβάνονται πως το αμάξι τους έχει κάνει φτερά και ειδοποιούν εκ νέου την αστυνομία. Η αστυνομία αρχίζει ξανά τις έρευνες.
«Λίγο έξω από τη Λάρισα μας κάνουν σήμα οι αστυνομικοί να σταματήσουμε, είπα στον συγκατηγορούμενό μου να μην σταματήσει γιατί το αμάξι είναι κλεμμένο» συνεχίζει ο ένας κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της απολογίας του. Εκείνη τη στιγμή όμως αρχίζει η καταδίωξη . Κατά τη διάρκεια αυτής το αμάξι συγκρούεται αρχικά με αυτοκίνητο που οδηγάει γυναίκα, προκαλώντας, υλικές ζημιές και στη συνέχεια, με άλλο αυτοκίνητο, που οδηγάει ηλικιωμένος έχοντας μαζί του, τον εγγονό του.
«Το αυτοκίνητο το έφτιαξα εγώ και όλα καλά» καταθέτει ο ηλικιωμένος που οδηγούσε και συνεχίζει «δώστε στα παιδιά μια δεύτερη ευκαιρία».
Η καταδίωξη έχει ως αρχικό αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του οχήματος από τους δράστες, ενώ στην προσπάθειά τους να διαφύγουν με τα πόδια ακινητοποιούνται από τους αστυνομικούς, προβάλλοντας αντίσταση κατά τη σύλληψή τους, σύμφωνα με την τότε σχετική ανακοίνωση της αστυνομίας. Εν τέλει ο ένας εκ των δύο κρίθηκε ένοχος για την πράξη της ληστείας και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι ετών με την έφεση να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη. Από την άλλη ο συνεργάτης καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών προς πέντε ευρώ για την πράξη της διατάραξης συγκοινωνιών. Κρίθηκε αθώος λόγω αμφιβολιών για την πράξη της ληστείας.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ